Τη φωτογραφία αυτή, ίσως να την έχετε ξαναδεί. Τραβήχτηκε το 1994 από τον Νοτιοαφρικανό φωτορεπόρτερ, Κέβιν Κάρτερ, στο Σουδάν. Δείχνει ένα παιδάκι να προσπαθεί, σχεδόν έρποντας, να φτάσει λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου άνθρωποι της UNICEF μοίραζαν φαγητό. Πίσω του, στα 2-3 μέτρα, ένας γύπας περιμένει…
Ξέρετε τι περιμένει πάντοτε ένα όρνιο. Να πεθάνει το θήραμά του και μετά να ορμήξει να το φάει. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε το παιδάκι της φωτογραφίας. Γράφτηκε πως ο Κάρτερ το σήκωσε και το πήγε στους γιατρούς, ή και στο κέντρο όπου μοίραζε συσσίτιο η UNICEF, αλλά κανείς δεν ξέρει. Ο ίδιος, όποτε ρωτήθηκε, έλεγε «το πήραν». Ποιοι; Που; Κανείς ποτέ δεν έμαθε.
Μόλις 14 μήνες αφότου συνέλαβε με τον φακό του αυτήν την συγκλονιστική σκηνή, ο Κάρτερ ανέβαινε συγκινημένος στο πλατό της Βιβλιοθήκης Μεμόριαλ του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, και παραλάμβανε το Βραβείο Πούλιτζερ για θεματική φωτογραφία. Ο Κάρτερ έγινε διάσημος. Δεν έμεινε εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο της μόδας, στη Νέα Υόρκη, στο οποίο να μην τον πάνε. Όλοι οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών ήθελαν να τον γνωρίσουν και να κλείσουν συνεργασία μαζί του. Τελικά, συμφώνησε με το φωτοειδησεογραφικό πρακτορείο Sygma, το οποίο έχει στην ομάδα του τους περίπου 200 κορυφαίους φωτορεπόρτερς στον κόσμο.
Το πρωί της Τετάρτης 27 Ιουλίου, τελευταία μέρα της ζωής του, ο Κάρτερ φαινόταν χαρούμενος. Εμεινε στο κρεβάτι μεχρι το μεσημέρι, και όταν σηκώθηκε πήγε στην εφημερίδα Weekly Mail για να παραδώσει μια φωτογραφία του. Εκεί, για μία ακόμη φορά, συννέφιασε, και άρχισε να μιλάει απότομα στους δημοσιογράφους και αρχισυντάκτες, λέγοντάς τους πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και ότι «ενώ κόσμος σκοτώνεται και πεθάνει από πείνα εκεί έξω, εσείς κάθεστε εδώ, στα πολυτελή γραφεία σας». Εκείνοι, συνηθισμένοι πιά από τέτοια ξεσπάσματά του, του σύστησαν, πάλι, να πάει να δεί έναν θεραπευτή. Ένας, μάλιστα, του έδωσε το τηλέφωνο μιας ψυχοθεραπεύτριας, και τον προέτρεψε να επιδιώξει τη βοήθειά της.
Δύο μήνες μετά την παραλαβή του Βραβείου Πούλιτζερ, και έχοντας επιστρέψει πιά στη χώρα του, τη Νότιο Αφρική, ο Κέβιν Κάρτερ βρέθηκε νεκρός από τις αναθυμιάσεις μονοξειδίου του άνθρακα, μέσα σ’ ένα κόκκινο φορτηγάκι, στο Γιοχάνεσμπεργκ, κοντά σ’ ένα ποταμάκι όπου συνήθιζε να παίζει όταν ήταν παιδί. Στην εξάτμιση βρέθηκε συνδεδεμένο ένα λάστιχο, από αυτά που ποτίζουμε τους κήπους. Αυτό έφερνε το αέριο απ’ έξω, μέσα.
Στο πίσω κάθισμα, κάτω από το σακίδιό του, βρέθηκε ένα σημείωμα: «Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. Ο πόνος της ζωής ξεπερνά τη χαρά της. Και την ξεπερνά ως το σημείο εκείνο, που πιά η ζωή δεν αντέχεται. Χωρίς λεφτά για τηλέφωνο, για το νοίκι μου, για να υποστηρίξω το παιδί μου, για να ξεπληρώσω τα χρέη μου, χρήματα, χρήματα, χρήματα… Μα πάνω απ’ όλα, οι εφιάλτες από τις ζωντανές μνήμες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο. Φεύγω…».
Το βάρος της φήμης ήταν μόνο το οριστικό, δραματικό χτύπημα ενός θανάτου που τον είχε «προβλέψει» και προετοιμάσει η ίδια η προσωπικότητα του Κάρτερ, η πίεση να είναι ο πρώτος που θα φτάσει εκεί όπου είναι η δράση, ο φόβος ότι οι φωτογραφίες του ποτέ δεν ήταν όσο καλές θα έπρεπε, ή υπαρξιακή διαύγεια που τον κυρίευε όποτε συνειδητοποιούσε ότι εκείνοι που φωτογράφιζε σκοτώνονταν, εκείνος ζούσε, εκείνοι πέθαιναν ανώνυμοι, εκείνος συνέχιζε να ζει αποκτώντας φήμη, εκείνοι έλιωναν από την πείνα, εκείνος από την αχορτασιά φούσκωνε.
Ο Κάρτερ δεν είχε να διαχειριστεί μόνο τη φήμη του που εκτοξεύτηκε με το Πουλιτζερ. Είχε να διαχειριστεί και τα «ενδότερα βάσανα» που του γέννησε η ίδια του η δουλειά. Ο ίδιος, παραδέχτηκε ότι όταν είδε να προσγειώνεται ο γύπας λίγα μέτρα δίπλα από το ετοιμοθάνατο κοριτσάκι, περίμενε εκεί, ακίνητος, επί 20 λεπτά, μέχρι να πετύχει «τη καλύτερη πόζα». Είχε πει, μάλιστα, πως ήλπιζε ότι ο γύπας, κάποια στιγμή θα άνοιγε τα φτερά του, και ότι «αυτή θα ήταν η πιο φοβερή φωτογραφία, γιατί θα έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμο να … σκεπάσει και να εξαφανίσει το παιδί».