Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Καλοκαίρι και καταχνιά

 
Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου

Τα υψηλά ποσοστά του Σύριζα στις τελευταίες εκλογές άφησαν πίσω τους μια υπόσχεση αλλαγής περισσότερο αχνή παρά απτή, διαχέοντας ένα υποκατάστατο ελπίδας που εξ’ αρχής ήταν εύθραυστη, αφού ακόμα και αν ο Τσίπρας είχε υποστηριχθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων πάλι θα έβρισκε την κοινωνία καχύποπτη και επιφυλακτική απέναντι του, μιας και ούτως ή άλλως η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος σε οποιονδήποτε Έλληνα πολιτικό βρίσκεται πλέον σε ένα φαινομενικά ανυποχώρητο ναδίρ.

Είναι δεδομένο άλλωστε ότι όσοι υποστηρίζουν ακόμα τις συγκυβερνητικές παρατάξεις δεν πρεσβεύουν επί της ουσίας καμία πολιτική επιλογή, αφού είναι είτε άμεσα ωφελούμενοι, ως μέλη ενός κομματικού στρατού συντηρούμενου με πελατειακές σχέσεις, είτε αγνοούν, λόγω αμάθειας, ή ακόμα και αδυνατούν λόγω έλλειψης κριτικής ικανότητας ή, πιο απλά, λόγω ηλιθιότητας, να κατανοήσουν την σημασία της υποδούλωσης της χώρας στην νεοφιλελεύθερη πολιτική που θέλει την Ελλάδα μια ειδική οικονομική ζώνη προσαρμοσμένη στα συμφέροντα της κεντρικής Ευρωπαϊκής διοίκησης.

Εξαιτίας του υπεράριθμου εκείνων που δείχνουν να μην έχουν κανένα πρόβλημα με την παρούσα μεταμόρφωση της Ελλάδας σε οικονομική αποικία, γεννάται το ερώτημα αν η μακροχρόνια κατοχή της Ελλάδας από διάφορους αποικιοκράτες στο παρελθόν έχει εγκαθιδρύσει την σκλαβιά ως μια μορφή κανονικότητας για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού που μοιάζει να μην θέλει την ανεξαρτησία του, ίσως επειδή αυτή απαιτεί θυσίες, ή απλούστερα απειλεί βραχυπρόθεσμες ηδονές όπως η καλοκαιρινή ραστώνη.

Για την μερίδα εκείνων των Ελλήνων όμως που είναι ψύχραιμα Ευρωπαϊστές, δηλαδή συμμερίζονται την Ευρωπαϊκή συμμαχία της χώρας στον βαθμό που η σχέση αυτή μπορεί να είναι ελέγξιμη ως υπέρ των συμφερόντων αμφοτέρων των πλευρών, πρωτίστως δε της Ελλάδας, η τρέχουσα συνθήκη είναι εμφανώς καταστροφική για τη χώρα.

Η ριζοσπαστική αλλαγή, η επαναχαρτογράφηση του κοινωνικοπολιτικού τοπίου και των Ευρωπαϊκών σχέσεων της Ελλάδας, είναι, ακόμα και ουτοπικά, η μόνη νοητή προοπτική, αφού κάθε άλλη πιθανότητα, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί την Ελλάδα σε μια άθλια κοινωνική πραγματικότητα, εφάμιλλη χωρών όπως η Βραζιλία ή η Ταϊλάνδη, δύο παραδείγματα ακραία διχασμένων πλουτοκρατικών κοινωνιών όπου η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών είναι υποδουλωμένη σε αδίστακτα ολιγαρχικά συμφέροντα που δεν δίνουν κανένα λογαριασμό απέναντι στον πληθυσμό που εκμεταλλεύονται, αλλά υπακούν μόνο στους μετόχους των πολυεθνικών οργανισμών που διαχειρίζονται τα κεφάλαια που συντηρούν την ελίτ στην θέση της διαχείρισης τους.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη γίνει, με τα Μνημόνια και την διακήρυξη μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα, την εγκαθίδρυση ενός νεφελώδους εκβιασμού με τον κωδικό ‘κρίση’, δηλαδή την τεχνητή πρόκληση κοινωνικοπολιτικής ανωμαλίας, με δεδηλωμένα οικονομικά κίνητρα, μια ‘κρίση’ η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα οικονομικό πραξικόπημα που έβαλε σε υποθήκη την Ελλάδα και τους κατοίκους της προκειμένου να γλιτώσουν το εκτελεστικό απόσπασμα οι κομματικές μαφίες που ευθύνονται για το πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό όνειδος της Μεταπολιτευτικής σήψης.

Ως εναλλακτική πορεία για την αποτροπή της εδραίωσης αυτής της κατ’ ευφημισμό ‘νεοφιλελεύθερης’ εκτροπής του δημοκρατικού καθεστώτος η προαναφερθείσα αχνή υπόσχεση της εκλογικής υπεροχής του Σύριζα είναι ταυτόχρονα μια υπόσχεση πολλές φορές δοσμένη, άρα και κουρασμένη ως ποτέ εκπληρωθείσα, μια υπόσχεση υπερβολικά ονειροπόλα καθώς διαιωνίζεται σε ένα ασαφές παράλληλο σύμπαν, όπου εκεί ακόμα συντηρείται η προοπτική μιας διαφορετικής εξέλιξης της εν Ελλάδι κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας.

Κάπου εκεί όμως μοιάζει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να ολοκληρώνεται και ο εθιμοτυπικός ρόλος που προτίθενται να αποδώσουν οι Έλληνες και Ελληνίδες ψηφοφόροι στον Σύριζα, μιας και αν κρίνουμε από την ανοδική αλλά όχι θριαμβευτική πορεία της, η αντιπολίτευση μοιάζει να περιορίζεται στην συνείδηση του εκλογικού σώματος ως η προσωποποίηση μιας αέναα αναβληθείσας αλλαγής που όμως δεν είναι ώριμη, δεν είναι πειστική, ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο μπορεί κανείς να υποθέσει, δεν είναι έτοιμη να κυβερνήσει. Ένα είδος καβάτζας, που μάλλον δεν πείθει ούτε εκείνους που την επικαλούνται, αφού δεν αποδίδει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για αποφασιστικές διεκδικήσεις.

Εν τέλει, και πάλι, επί του πρακτέου, το άθροισμα των μικρότερων σχετικά μειοψηφιών που εκπροσωπούν τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις συνθέτουν, κατόπιν των αδιαφανών διαπραγματεύσεων μεταξύ τους, μια πλειοψηφία τεχνικά ικανή να υποστηρίξει την μεταλλαγμένη εκδοχή δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Αυτή η μετάλλαξη πλέον έχει γίνει καθεστώς στην Ελλάδα και ασκεί ένα ιδιότυπο είδος τεχνητά συντηρούμενης εξουσίας καθώς επιβάλλεται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και πραξικοπηματικού ήθους.

Ωστόσο, παρά το συμβιβασμένο της κύρος και τα ολοένα και πιο καταστροφικά αποτελέσματα της ολιγαρχικής πολιτικής της, δεν δείχνει και να χάνει την έμμεση ή την άμεση υποστήριξη μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Ακόμα πιο απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι εκείνο το τμήμα του λαού που δηλώνει αγανακτισμένο επιλέγει να εκπροσωπηθεί από φιγούρες όπως ο Μιχαλολιάκος, ο Μώραλης ή ο Μπέος.

Από την εποχή Παπαδήμου και Δήμαρ λοιπόν, με τις επιλογές της, την σιωπηλή συναίνεση ή έστω την απάθεια της, η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού επιμένει να καθιστά εφικτό και βιώσιμο, επί της ουσίας δηλαδή να νομιμοποιεί, αυτό το συγκυβερνητικό υβρίδιο που αποτελείται από την μειοψηφική Νέα Δημοκρατία, η οποία συνεχίζει να κυβερνά ανενόχλητη, σε συνεργασία με τα πάσης φύσης διαπλεκόμενα μορφώματα που την υποστηρίζουν πρόθυμα και με το αζημίωτο, είτε αυτά είναι τα αποκαΐδια του ΠΑΣΟΚ, είτε οι εκβολές του Ποταμιού, είτε το Χρυσαυγίτικο μπαλέτο του τρόμου, είτε οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός αρχομανών και αριβιστών είναι ευκαιριακά εξυπηρετικός για τα τραπεζικά και εργολαβικά συμφέροντα που ενορχηστρώνουν και χρηματοδοτούν το Ελληνικό πολιτικό σκηνικό.

Αυτό το συγκυβερνητικό μπλοκ, ελαφρώς αλλάζοντας μορφή και σύνθεση, με κάθε του μετάσταση αποδεικνύει ότι στερείται κάθε άλλου κοινωνικού οράματος πέρα από την επιβίωση μιας συγκεκριμένης Ελληνικής οικονομικής ελίτ που επωφελείται άμεσα από την Ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη πολιτική και προφανώς ανταμείβει πλουσιοπάροχα τους ντόπιους υπηρέτες της.

Στο πλαίσιο αυτής της επιβιωσιακής στρατηγικής, όλοι γνωρίζουν ότι το πρόωρο κλείσιμο της Βουλής είναι μια κυνική κίνηση προκειμένου να αναβληθούν μέχρι οριστικής παραγραφής οι έρευνες και διώξεις των όσων εκ των υπηρετών αυτής της ελίτ ευθύνονται για τα αμέτρητα σκάνδαλα της προηγούμενης πενταετίας, ενώ ταυτόχρονα το χαλαρό θερινό τμήμα του Κοινοβουλίου διευκολύνει την προώθηση αισχρών νομοσχεδίων όπως αυτό που επιτρέπει το ξεπούλημα και την τσιμεντοποίηση του αιγιαλού και ποιος ξέρει πόσα άλλα.

Κανείς όμως, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν μοιάζει να εξοργίζεται, και αν η σιωπή από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης είναι προβλέψιμα εκκωφαντική, τότε η έλλειψη συντεταγμένης διαμαρτυρίας από την αντιπολίτευση είναι ακόμα ένα σύμπτωμα της βασικότερης παθολογίας που την χαρακτηρίζει, αυτή της μετριοπάθειας απέναντι σε δεδηλωμένους φανατικούς.

Έτσι, όπως και τόσες άλλες φορές στο πρόσφατο παρελθόν, η υπεροπτική περιφρόνηση του συγκυβερνητικού υβριδίου απέναντι στο δημόσιο αίσθημα δικαίου αντιμετωπίζεται λες και είναι απόλυτα αναμενόμενη και δεδομένη.

Έτσι, μοιάζει μάταιη η αντίσταση στην απαξίωση της νομιμότητας και η Ελλάδα παγιώνεται σαν ένα κράτος του οποίου οι πολίτες έχουν συμβιβαστεί προ πολλού ότι διοικείται από μαφίες που περιγελούν κάθε λειτουργία της δικαιοσύνης.

Έτσι, η εγκληματικότητα ταυτίζεται πλέον με την ίδια την έννοια του κράτους, αφού δεν φαίνεται κανείς απ’ όσους το εκπροσωπούν να διαμαρτύρεται έστω και για τιμή των όπλων, αντίθετα, η κάθε νέα πολιτειακή ανωμαλία αντιμετωπίζεται ως ένας κραδασμός σε μια πορεία ούτως ή άλλως εκτροχιασμένη.

Είναι, αν όχι αψυχολόγητη, τουλάχιστον αξιοπερίεργη η αποστασιοποίηση που επιμένει να διατηρεί η, κατά τα άλλα, εκλογικά ενισχυμένη αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι σε μια κυβέρνηση τόσο προκλητικά διεφθαρμένη και αντιλαϊκή που θα δικαιολογούσε κανείς ακόμα και τις χυδαιότερες φραστικές επιθέσεις εναντίον της.

Και ακριβώς σε αυτό το περιθώριο αμηχανίας, έλλειψης σθεναρής αντίστασης, σε αυτή την απουσία επιθετικότητας απέναντι σε έναν αντίπαλο που είναι ξεκάθαρα αδίστακτος, σε αυτή την σαστισμένη ακινησία της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκει το εύφορο έδαφος η λαίλαπα του νεοφιλελεύθερου οικονομικού ναζισμού ώστε να διεξάγει το γενοκτονικό θέατρο οικονομικού πολέμου.

Κάθε πολεμική επιχείρηση οφείλει πρωτίστως να επιβάλλει κλίμα, να δημιουργεί ατμόσφαιρα, επειδή οι επιτυχημένες, δυναμικές, αυταρχικές ατμόσφαιρες αιωρούνται αγέρωχες και υπαγορεύουν από καθ’ έδρας την ψυχολογία της μάχης που διεξάγεται, ενώ δεν ανατρέπονται, μόνο διαχέονται, επικαλύπτοντας και επηρεάζοντας καθολικά το περιβάλλον, ακριβώς επειδή είναι ατμόσφαιρες και άρα άπιαστες, άυλες, αφηρημένες υπαγορεύσεις διάθεσης και όχι συγκεκριμένες δομές, άρα δεν είναι επιρρεπείς σε κριτική αποδόμηση και οξυδερκείς μοχλούς ανατροπής.

Η κυρίαρχη ατμόσφαιρα που επιβάλλει το συγκυβερνητικό υβρίδιο της Νέας Δημοκρατίας και των συνεργών της είναι η νοητική καταχνιά, η δύση της λογικής, η συσκότιση της ορθής σκέψης.

Αποσαθρώνοντας τους αρμούς της λογικής στον δημόσιο βίο, διασπείροντας ως νέα τάξη πραγμάτων την παράνοια, οτιδήποτε είναι εφικτό για μια τυραννία.

Ο τελευταίος ανασχηματισμός είναι ένας ακόμα βιασμός της λογικής που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην μετεκλογική απραξία της αριστεράς, που δεν μοιάζει να υψώνει το ανάστημα που της αναλογεί έναντι στην επέκταση των σχεδίων επιβολής καθεστώτος τρέλας από την συμμορία που έχει καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία στην Ελλάδα.

Μετά το κυριολεκτικά εξωφρενικό πείραμα Γεωργιάδη, που κανονικοποίησε στην Ελληνική πολιτική ζωή την Μπερλουσκονικής χυδαιότητας φάρσα της εν μια νυκτί προώθησης αχαρακτήριστων τύπων στρατολογημένων από τους απόπατους της ιδιωτικής τηλεόρασης σε κορυφαίες θέσεις του κράτους, έρχεται λοιπόν ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης να διατρανώσει πως η επικίνδυνη ψυχοπάθεια είναι πλέον ένα καθ’ όλα αποδεκτό καθεστώς στην χώρα αυτή.

Μια ματιά στην λίστα των στελεχών της νέας κυβέρνησης αρκεί για να αποδείξει ότι ο Σαμαράς και η συμμορία του στέλνουν ένα σαφές μήνυμα στην κοινωνία που παρακολουθεί έντρομη, καταφεύγουν στον ύστατο εκβιασμό, εκείνο του εγκληματία που δηλώνει ότι δεν φοβάται τίποτε αφού είναι τρελός και ως τέτοιος είναι ικανός για το οτιδήποτε, ενώ οποιοσδήποτε θέλει να συναλλαγεί με αυτόν τον τρελό εγκληματία, που κρατάει όμηρο μια ολόκληρη χώρα, θα πρέπει να τον αντιμετωπίσει όπως ένας αστυνομικός που έχει ψυχιατρική ειδίκευση στις διαπραγματεύσεις με τέτοιου είδους παθολογικές περιπτώσεις.

Στη λίστα αυτή, οι ελάχιστοι άνθρωποι που διαφεύγουν της λούμπεν γραφικότητας είναι τεχνοκράτες ορκισμένοι στην συντήρηση της παρούσας ισορροπίας δυνάμεων στην χώρα, στελέχη που έχουν συμμετάσχει διακεκριμένα από διάφορα ηγετικά πόστα στην επιβολή της επικερδούς και σωτήριας για την ντόπια ελίτ απάτης της κρίσης, όπως ο νέος υπουργός οικονομικών, που απέκτησε τα πολιτικά του εύσημα επί πρωθυπουργίας Σημίτη και πρωτοστάτησε φανατικά στην υποστήριξη των Μνημονίων.

Στη λίστα αυτή φιγουράρει ένας άνθρωπος που έστησε το κυνήγι μαγισσών εναντίον των οροθετικών γυναικών, δηλαδή για μια χούφτα ψήφων δεν δίστασε να επιτεθεί στο πιο ευάλωτο και αδύναμο τμήμα της κοινωνίας μας και να στιγματιστεί εσαεί ως ένας ξεδιάντροπος τραμπούκος και τυχοδιωκτικός κανίβαλος.

Στη λίστα αυτή βλέπεις έναν άνθρωπο που σέρνει πίσω του ένα ανείπωτα βεβαρημένο βιογραφικό, γεμάτο ντοκουμέντα που μαρτυρούν την συμμετοχή του σε πογκρόμ με τσεκούρια εναντίον μεταναστών, τις στενές σχέσεις και συνεργασίες που διατηρεί με διαβόητες ακροδεξιές οργανώσεις πανευρωπαϊκής εμβέλειας, αλλά και τις ηγετικές θέσεις που ο ίδιος κατείχε σε πάσης φύσης χουντικές και νεο-Ναζιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα.

Στη λίστα αυτή βλέπεις ανθρώπους τυχάρπαστους, ανάξιους για οτιδήποτε άλλο πέρα από τις γλοιώδεις υπηρεσίες που προσφέρουν στους χορηγούς τους, αριβίστριες που έχουν διαπρέψει ως τρόπαια ευκατάστατων υπερήλικων, αντιπαθητικές κυράτσες που έγιναν γνωστές ως αφόρητα φλύαρες και αντιδραστικές γλάστρες σε τηλεπαράθυρα, ρεπόρτερ της συμφοράς που διασύρονται άμα τη εμφανίσει τους ως καταγέλαστοι βλάκες, όλοι τους κόλακες και αυλικοί των ίδιων συμφερόντων που έχουν οδηγήσει αυτή τη χώρα στην ανείπωτη κατάντια της.

Στη λίστα αυτή βλέπεις τα απολειφάδια μιας λούμπεν μπουρζουαζίας που αμείβεται αδρά για να χειροκροτεί μια άρχουσα τάξη αποδεδειγμένα φαύλη, προσειλημμένη για την προάσπιση και την συντήρηση μιας ελίτ έκφυλης, αλλά και τόσο πανικόβλητης μπροστά στην ίδια της την φθορά ώστε να απευθύνεται σε όλο και πιο χαμηλού επιπέδου ρουφιάνους προκειμένου να συντηρηθεί όπως-όπως στην εξουσία. Την εξουσία που κατέλαβε με δόλο και απολαμβάνει μόνο και μόνο επειδή προστατεύεται από ιδιωτικούς στρατούς τους οποίους συντηρεί ξεπουλώντας τον δημόσιο πλούτο και το εργατικό δυναμικό της χώρας σε αδηφάγα ξένα συμφέροντα.

Καταληκτικά, στη λίστα αυτή βλέπεις την Ελλάδα ανήμπορη πλέον να αποφύγει την μετωπική σύγκρουση με τον ίδιο της τον άθλιο εαυτό, την Ελλάδα αμετανόητα καθηλωμένη στον μηρυκασμό της ίδιας και απαράλλαχτης φρίκης, την ανακύκλωση της αηδίας, την επανάληψη των ίδιων και των ίδιων κυνικών παραμέτρων του σχεδίου, την Ελλάδα που προτιμάει την καταχνιά και τις ασαφείς ελπίδες από την εδώ και τώρα ριζοσπαστική ανατροπή.


πηγή
Πηγή: Καλοκαίρι και καταχνιά. Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου - RAMNOUSIA

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου