Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Συμπεράσματα από τη νέα «χρεοκοπία» της Αργεντινής

Του Πάρη Μακρίδη

Στις αρχές Αυγούστου οι υπέρμαχοι των Μνημονίων βρήκαν ακόμα ένα λόγο να πανηγυρίζουν. Η «χρεοκοπία» της Αργεντινής αποτέλεσε, γι’ αυτούς, ακόμα μια απάντηση στο ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά και «επιβεβαίωση» της απόλυτης αλήθειας του μνημονιακού μονόδρομου. Οι κυβερνητικοί βουλευτές, με το άκουσμα της «χρεοκοπίας» της Αργεντινής ξεσάλωσαν. Ο Άδωνις Γεωργιάδης μας πληροφόρησε ότι «το δεν πληρώνω στον σύγχρονο κόσμο σημαίνει χρεοκοπώ» και συνέχισε ρωτώντας «πού είναι ο εναλλακτικός σας δρόμος; Η Αργεντινή 13 χρόνια μετά δεν έχει δει άσπρη μέρα». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Π. Ρήγας, ο οποίος με θριαμβευτικό τόνο είπε: «τα κοράκια αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν. Εσείς νομίζετε ότι μπορείτε να τα βάλετε με τα κοράκια. Εσείς νομίζετε ότι μπορείτε να κάνετε τους τσάμπα μάγκες;» [1].

Είναι όμως τα πράγματα έτσι όπως τα λένε τα μνημονιακά φερέφωνα; Έγινε τέτοια καταστροφή στην Αργεντινή; Σε ποια κατάσταση βρίσκονται η οικονομία και, κυρίως, τα λαϊκά στρώματα της χώρας μετά την εξέγερση του 2001, τη στάση πληρωμών και την πρόσφατη «χρεοκοπία»; Ας ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά στις τελευταίες (και όχι μόνο) εξελίξεις.


Το ιστορικό

Μετά τη χρεοκοπία του 2001, η Αργεντινή προχώρησε σε μονομερή στάση πληρωμών των 100 περίπου δισ. δολαρίων που χρωστούσε στους δανειστές της. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνήθηκε να τα πληρώσει αλλά ότι διέκοψε προσωρινά την αποπληρωμή του χρέους της. Από το 2003 και μετά, η οικονομία της χώρας γνωρίζει μια πρωτοφανή ανάπτυξη, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο Κίρτσνερ (σύζυγο της νυν Προέδρου της Αργεντινής) να διαπραγματευτεί με τους δανειστές μια «αναδιάρθρωση» του χρέους. Και τα κατάφερε σε δύο φάσεις. Το 2005 και 2010 δηλαδή πέτυχε να ανταλλάξει τα ομόλογα που κρατούσαν στα χέρια τους οι δανειστές αυτοί, με άλλα ομόλογα μικρότερης αξίας (κατά 65-75%) και μεγαλύτερης διάρκειας αποπληρωμής. Αυτή η «αναδιάρθρωση» αφορούσε το 92,6% του χρέους της χώρας. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε για όλους. Αξίζει να πούμε ότι το ΔΝΤ πληρώθηκε όσα του χρωστούσε η χώρα μέχρι τελευταίου σεντ! Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης το ΔΝΤ αναγνωρίστηκε ως «προνομιούχος πιστωτής» και αποφασίστηκε ότι το χρέος προς αυτό θα πληρωθεί στο έπακρο, όπως και έγινε το 2006 [2].

Με το υπόλοιπο 8% των δανειστών που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, η αργεντίνικη κυβέρνηση βρισκόταν σε διαρκείς συζητήσεις με στόχο να βρεθεί μία αντίστοιχη λύση. Λύση όμως δεν βρέθηκε και γι’ αυτό το λόγο μιλάμε για νέα «χρεοκοπία». Τι ακριβώς έγινε όμως;

Η νέα «χρεοκοπία» της Αργεντινής

Αρχικά, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η νέα «χρεοκοπία» της Αργεντινής δεν είναι πραγματική χρεοκοπία. Δεν έχει ούτε τις αιτίες και συνεπώς ούτε την ένταση και την έκταση αυτής του 2001. Η φετινή «χρεοκοπία» έχει ίσως τη μοναδική ιστορική πρωτοτυπία ότι δεν έγινε επειδή το κράτος που χρωστά δεν έχει να πληρώσει αλλά επειδή δεν αφήνουν αυτούς στους οποίους χρωστά να πάρουν τα χρωστούμενα!

Εξηγούμε: κερδοσκοπικά funds τα οποία δεν δέχτηκαν να «αναδιαρθρωθεί» το χρέος που κρατούσαν στα χέρια τους, προσέφυγαν σε αμερικανικά δικαστήρια με σκοπό να πιέσουν και να εκβιάσουν την αργεντίνικη κυβέρνηση να πληρώσει τα ομόλογα που έχουν στην αρχική, ονομαστική τους αξία. Αυτό θα σήμαινε δηλαδή ένα ποσοστό κέρδους για αυτά που θα ξεπερνούσε το 1.600%!! Ένας Αμερικάνος δικαστής, ο Τόμας Γκριέσα, δικαίωσε τα funds αυτά, αποφασίζοντας ότι η Αργεντινή δεν μπορεί να πληρώσει τους ομολογιούχους που δέχτηκαν το «κούρεμα» αν προηγουμένως δεν εξοφλήσει όσους δεν δέχτηκαν την αναδιάρθρωση στο 100% της αξίας των ομολόγων που κατέχουν.

Η Αργεντινή είχε καταθέσει στην αμερικανική τράπεζα Bank of New York Mellon το ποσό των 539 εκατ. δολαρίων για να το πάρουν οι κάτοχοι των ομολόγων που «κουρεύτηκαν». Η Αργεντινή δηλαδή πλήρωσε. Όμως ήρθε ένας δικαστής και απαγόρευσε την ολοκλήρωση της συναλλαγής αυτής, με σκοπό να ικανοποιήσει τις ορέξεις του πιο αδίστακτου, κερδοσκοπικού και παρασιτικού κομματιού του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Απαιτώντας να καταβληθούν 1,5 δισ. δολάρια σε αυτά τα «κεφάλαια γύπες», ακύρωσε την προσπάθεια της αργεντίνικης κυβέρνησης για «αναδιάρθρωση» του δημόσιου χρέους της.

Το ποσό των 1,5 δισ. δολαρίων δεν είναι φυσικά μεγάλο, ούτε καταστροφικό. Αυτό που έχει σημασία είναι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλούσε η αποπληρωμή του. Κι αυτό γιατί στα νέα ομόλογα που έδωσε η Αργεντινή στους δανειστές που δέχτηκαν την «αναδιάρθρωση», υπήρχε ο όρος ότι αν στο μέλλον προσφερθεί μια καλύτερη προσφορά σε άλλους δανειστές τότε αυτή η προσφορά θα έπρεπε να ισχύσει για όλους. Αν τεθεί σε εφαρμογή αυτός ο όρος, τότε οι κάτοχοι των αναδιαρθρωμένων ομολόγων θα πρέπει να πληρωθούν κι αυτοί την ονομαστική τους αξία, πράγμα που θα οδηγούσε τη χώρα να πληρώσει πάνω από 120 δισ. δολάρια. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να το κάνει η Αργεντινή, αφενός επειδή δεν έχει να πληρώσει αυτό το ποσό αφετέρου επειδή οι κοινωνικές αντιδράσεις από μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν εκρηκτικές. Προς το παρόν λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια στάση αναμονής, όπου επιχειρείται να βρεθεί μια λύση στο αδιέξοδο [3].

Οι δυο όψεις του νομίσματος της αργεντίνικης οικονομίας

Ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα όμως. Μήπως μια δυναμική στάση απέναντι στους δανειστές είναι τελικά αδιέξοδη; Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ απαντούν θετικά σε αυτό το ερώτημα. Μας λένε: «δεν βλέπετε τι γίνεται στην Αργεντινή; Όλο προβλήματα, δύο χρεοκοπίες μέσα σε 13 χρόνια και ο κόσμος πεινάει» [4].

Δυστυχώς για τους θιασώτες των Μνημονίων, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Η μαζική, λαϊκή εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001 και η μέχρι το 2003 έντονη περίοδος ταξικής πάλης, επέβαλαν μια πολιτική γραμμή αποδέσμευσης από το ασφυκτικό πλαίσιο εξάρτησης από το ΔΝΤ και μια κατεύθυνση μερικής σύγκρουσης με το διεθνές τοκογλυφικό κεφάλαιο.

Η αστική τάξη της χώρας ευθυγραμμίστηκε με αυτή την πορεία, βλέποντας το οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνταν η χώρα από τις επιλογές του ΔΝΤ, και προσπάθησε να τη φέρει στα μέτρα της, να κερδίσει δηλαδή όσα περισσότερα μπορεί, να βελτιώσει τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και να μην απειληθεί η πολιτική της εξουσία.

Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, η οικονομία της Αργεντινής αναπτύχθηκε ραγδαία και ένα κομμάτι αυτής της ανάπτυξης «πέρασε» και στα λαϊκά στρώματα. Το ΑΕΠ της χώρας αναπτύχθηκε κατά 95%, η ανεργία μειώθηκε στο 8%, το ποσοστό των πολιτών της χώρας που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε στο 14%, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ έχει αυξήθηκε από 34% το 2003 στο 46% το 2012, οι δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες αυξήθηκαν.

Σε όλα αυτά βέβαια βοήθησε το γεγονός ότι η Αργεντινή κατάφερε να αυξήσει τις εξαγωγές της, με το βασικό της εμπορικό εταίρο, την Κίνα, να αποτελεί την «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, ακόμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι καταστροφολογίες λοιπόν των κυβερνητικών στελεχών δεν έχουν καμία απολύτως βάση.

Από την άλλη βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι στην Αργεντινή βασιλεύει η... ευημερία. Η οικονομία και η κοινωνία της χώρας αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, όπως για παράδειγμα τον πληθωρισμό ο οποίος… επέστρεψε σε υψηλά επίπεδα (πάνω από 10%) πράγμα που σημαίνει ότι «καταπίνει» σε μεγάλο βαθμό τις αυξήσεις στους μισθούς.

Ταυτόχρονα, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας που κληροδότησε η «νεοφιλελεύθερη περίοδος» και για τις οποίες δεν έκαναν τίποτα για να διορθώσουν οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις Κίρτσνερ ήταν αρκετά βολικές για τους Αργεντίνους καπιταλιστές έτσι ώστε πάνω σε αυτές να οικοδομήσουν μια μερική ανόρθωση της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανασφάλιστη εργασία υπολογίζεται στο 47,5%, σταθερά από το 2005 [5]!

Η ουσία λοιπόν είναι ότι παρά το γεγονός ότι το αργεντίνικο κράτος συγκρούστηκε με τους δανειστές, αυτή σύγκρουση δεν ακολουθήθηκε από σοσιαλιστικά μέτρα και πολιτικές. Πράγμα που σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του καπιταλισμού παραμένουν και η κρίση καιροφυλακτεί.

Και κάποια συμπεράσματα

Η περίπτωση της Αργεντινής μας προσφέρει πολλά μαθήματα. Από τη μια δείχνει ότι η σύγκρουση με τους τραπεζίτες είναι εφικτή. Ότι τα Μνημόνια δεν είναι μονόδρομος και ότι ένα μαζικό λαϊκό κίνημα μπορεί να πιέσει και να επιβάλλει πολιτικές προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Ότι για να συγκρουστείς με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά συμφέροντα χρειάζεται πολιτική βούληση και ένα εργατικό κίνημα ενεργό, μαχητικό και διεκδικητικό.

Από την άλλη βέβαια μας δείχνει ότι όσο μια τέτοια σύγκρουση δεν αγγίζει τις ρίζες του προβλήματος, όσο δεν συγκρούεται συνολικά και μέχρι τέλους με τα συμφέροντα των τραπεζιτών, όσο δεν έρχεται σε ρήξη με τη ντόπια και ξένη οικονομική ολιγαρχία στο σύνολό τους (και όχι μόνο με κάποιους τραπεζίτες) τόσο θα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Όσο δηλαδή δεν ανατρέπεται ο καπιταλισμός, όσο η εξουσία παραμένει (στον έναν ή τον άλλο βαθμό) στα χέρια των καπιταλιστών, τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να δουν μια ριζική αλλαγή στη ζωή τους, δεν μπορούν να δουν το βιοτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται μόνιμα, σταθερά και σημαντικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου