Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Τα Βαλκάνια για τους λαούς των Βαλκανίων


M. Medenica & A. Zivkovic

Τα Βαλκάνια παλεύουν ενάντια σε μια τριπλή κρίση: του εξωτερικού χρέους, της μαζικής ανεργίας και της στασιμότητας του παραγωγικού τομέα. Στη πραγματικότητα, πρόκειται για μια κρίση εξάρτησης από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Η οικονομική ζωή εξαρτάται πλήρως από τη δαπανηρή εισαγωγή ευρωπαϊκού κεφαλαίου προκειμένου να καλυφθούν τα πελώρια δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα που αντιπροσωπεύουν τη τεράστια λεηλασία εθνικού πλούτου προς όφελος των ευρωπαίων τραπεζιτών. 
M. Medenica
&
A. Zivkovic

Με τη κρίση, οι ξένοι τραπεζίτες που ελέγχουν το χρηματιστικό σύστημα της περιοχής, σταμάτησαν να δανείζουν και έτσι κατάρρευσε η πυραμίδα του χρέους. Από τότε μέχρι σήμερα η Ελλάδα, η Σλοβενία, η Σερβία, η Ρουμανία και η Βοσνία βρίσκονται σε καθεστώς πτωχευτικής διαχείρισης από την Τρόϊκα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) που επέβαλε, με τη συνεργασία του ντόπιου πολιτικού κατεστημένου, προγράμματα λιτότητας τόσο άγρια που προκάλεσαν μια ανθρωπιστική καταστροφή. Μαίνεται ένας νέος ευρωπαϊκός πόλεμος. Στόχος του είναι να κάνει τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη περιφερειακή Ευρώπη να πληρώσουν για τα χρέη των τραπεζών της Βόρειας Ευρώπης.
Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πώς η περιοχή μας πέρασε από κύκλους ενσωματώσεων σε δομές των Μεγάλων Δυνάμεων και τι αυτό σήμαινε για τη περιοχή μας. Θα δώσουμε επίσης μερικά παραδείγματα οικονομικών μηχανισμών που μπήκαν σε κίνηση προκειμένου να λειτουργήσει αυτό το μοντέλο, σε μια προσπάθεια να προσφέρουμε μια σοσιαλιστική προοπτική στη συχνά συγχυσμένη ερώτηση «ποια στάση πρέπει να πάρει η αριστερά στο ζήτημα της συμμετοχής στην ΕΕ», Ένα ερώτημα που τίθεται συνήθως με φόντο την πολύ πιο θορυβώδη και κατηγορηματική αντίθεση των ντόπιων δεξιών δυνάμεων –έστω κι αν αυτές είναι υπέρ της συμμετοχής στις δομές άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, όπως η Ρωσία. Θα προσπαθήσουμε επίσης να κάνουμε πιο ξεκάθαρη την αναστημένη ιδέα της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, με την έννοια που της έδιναν οι μεγάλοι σοσιαλιστές του παρελθόντος μας, όπως ο Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς (Svetozar Marković), ο Χρίστο Μπότεφ (HristoBotev), ο Κριστιάν Ρακόφσκι (Christian Rakovsky), ο Κοσταντίν Ντομπρογκεάνου-Γκερέα(Constantin Dobrogeanu-Gherea), ο Ντιμίτριγιε Τούσοβιτς (Dimitrije Tucović) και ο Ντιμίταρ Μπλαγκόγιεφ (Dimitar Blagoev) –δηλαδή, σαν ένα στρατηγικό όραμα για τα «άλλα Βαλκάνια», σαν μια εναλλακτική λύση στις διάφορες «διαδικασίες ολοκλήρωσης», και όχι σαν ένα είδος μπαλώματος στις ήδη υπάρχουσες ολοκληρώσεις της ΕΕ.

Αν συμφωνούμε με το απλό γεγονός ότι οι χώρες μας είναι πολύ μικρές και αδύναμες για να συντρίψουν την αγορά και το ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και για την ανάγκη της, κατά τα φαινόμενα, μικρής και αδύναμης νέας Αριστεράς των χωρών μας να βγει από τις συνήθως ακαδημαϊκές συνήθειές της, ένα από τα κρίσιμα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι να προσφέρουμε ένα μαχητικό όραμα και μια άρνηση του ρατσισμού και της κηδεμόνευσης που έρχονται τόσο «από τα μέσα» όσο και «από τα έξω» των χωρών μας. Και ταυτόχρονα να αποκαλύψουμε τις αληθινές αιτίες όλων αυτών –προκειμένου να πολεμήσουμε την απάθεια και την απελπισία με την ελπίδα, ώστε να μπορέσουμε να εμπνεύσουμε ένα πραγματικό κίνημα, μια αληθινά βιώσιμη πολιτική δύναμη, ικανή όχι μόνο να ερμηνεύσει το παρόν μας, αλλά και να διαμορφώσει το μέλλον μας. Για να κάνουμε την υπόθεσή μας όσο γίνεται πιο ξεκάθαρη, θα κάνουμε ένα πηγαινέλα μέσα στην ιστορία, βάζοντας το παρελθόν και το παρόν δίπλα-δίπλα.

Μας είχαν πει ότι είναι μια κάποια πρωτόγονη «βαλκανική νοοτροπία» που ευθύνεται για τις «εθνικές συγκρούσεις» του παρελθόντος. Μας παρουσίασαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη μετάβαση προς την αγορά, και τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ ως αντίδοτο στην ιστορία του αποτυχημένου εκσυγχρονισμού και των αποκαλούμενων «αποτυχημένων κρατών». Τώρα, μετά από δυο δεκαετίες οικονομικής καταστροφής και νέο-αποικιακής εξάρτησης, είναι ξεκάθαρο ότι τα προβλήματά μας είναι άρρηκτα δεμένα με την ιστορία του ιμπεριαλισμού στη περιοχή μας.

Από τον 19ο αιώνα και μετά, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα». Αυτό παρέπεμπε στο ερώτημα ποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις θα κατάφερνε να ελέγξει τόσο τη νοτιανατολική Ευρώπη και την εμπορικά και στρατηγικά ζωτικής σημασίας πύλη ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία την ώρα που ο «ασθενής της Ευρώπης» είχε τελικά τερματίσει τη μίζερη ύπαρξή του. Ακριβώς όπως η αποσύνθεση του Οθωμανικού κράτους προσήλκυσε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, έτσι και οι εμφύλιοι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία προσέφεραν το έδαφος στο οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις πολέμησαν για να επωφεληθούν από τη διάλυση της Σοβιετικής δύναμης στην Ανατολική Ευρώπη.

Προσχήματα για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο «Ανατολικό Ζήτημα» προσέφεραν οι συχνές εξεγέρσεις των Βαλκανικών λαών ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η δήθεν «προστασία» των χριστιανικών κοινοτήτων, και αργότερα τα «εθνικά δίκαια» των Βαλκανικών λαών, έγιναν οι προσφιλείς δικαιολογίες για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων –ακριβώς όπως συνέβη με τη περίπτωση της «ανθρωπιστικής επέμβασης» στους εμφυλίους της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αυτές οι επεμβάσεις επέτρεψαν στις Μεγάλες Δυνάμεις να διατηρήσουν τον έλεγχό τους πάνω στη περιοχή ενώ ταυτόχρονα έθεταν τις βάσεις των μελλοντικών καταστροφικών συγκρούσεων μεταξύ των Βαλκανικών λαών. Κλασικό παράδειγμα είναι το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878 που δημιούργησε τα σύγχρονα Βαλκάνια και παράλληλα μετέτρεψε τη περιοχή στη «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης. 

Μετά τη νίκη της στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-1878, η Ρωσία δημιούργησε ένα τεράστιο Βουλγαρικό κράτος που όμως στο Βερολίνο, περιορίστηκε από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, στο λιγότερο από το μισό της αρχικής του έκτασης. Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, θέατρο μιας αγροτικής εξέγερσης ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία το 1875, τέθηκε υπό αυστριακή κατοχή. Η Σερβία, που σπρώχτηκε από τη Ρωσία να κάνει πόλεμο στη Τουρκία το 1876 με την υπόσχεση κερδών στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τέθηκε υπό την αυστριακή προστασία με αντάλλαγμα να παίξει η Ρωσία τον ίδιο ρόλο στη Βουλγαρία και να αποσπάσει τη νότια Βεσαραβία από τη Ρουμανία. Όπως ακριβώς οι Μεγάλες Δυνάμεις επωφελήθηκαν από τις βαλκανικές εθνικιστικές συγκρούσεις για να δημιουργήσουν τους δικούς τους βαλκάνιους πελάτες, έτσι και οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν τους εμφυλίους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία για να δημιουργήσουν χωριστά νέο-αποικιακά προτεκτοράτα στη Βοσνία, στο Κόσσοβο και μέχρι πρόσφατα στη Μακεδονία, εμπιστευόμενες τη διοίκησή τους στον ΟΗΕ, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.






Τα Βαλκάνια που βγήκαν μέσα από τη Συνθήκη του Βερολίνου ήταν μια κουρελού αλληλοανταγωνιζόμενων κρατών-νάνων που κυριαρχούνταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και διεκδικούσαν τα ίδια εδάφη για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Το γεγονός ότι τα νέα Βαλκάνια είχαν αποκλειστεί από τις διπλωματικές συναντήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, παρά τις επιθυμίες των εκπροσώπων των βαλκανικών λαών που είχαν αποκλειστεί από το Συνέδριο του Βερολίνου, δίδαξε στους Βαλκάνιους εθνικιστές ένα μοιραίο μάθημα: Η υποστήριξη, αν όχι η προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν αναγκαία, αν ήθελαν να πραγματοποιήσουν τα όνειρα της εθνικής ενοποίησης και της εδαφικής επέκτασης.

Από την άλλη μεριά, η ευθυγράμμιση των ανταγωνιζόμενων Μεγάλων Δυνάμεων με συγκεκριμένα βαλκανικά κράτη και με τις εδαφικές τους φιλοδοξίες, μετέβαλε τη περιοχή σε μια «πυριτιδαποθήκη» στην οποία οι τοπικές εθνικιστικές συγκρούσεις έδρασαν ως εκφραστές και εκτελεστές των θανατηφόρων ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Η Σερβία, που εμποδιζόταν από την Αυστρία να επεκταθεί στα δυτικά προς τη κατεύθυνση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης ή να ενωθεί με το Μαυροβούνιο, σπρώχτηκε από τη Βιέννη σε ένα καταστροφικό πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, ένα πόλεμο σχεδιασμένο για να αποδυναμώσει τη θέση της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Το μήλο της έριδος που είχε αφεθεί πάνω στο τραπέζι του Βερολίνου ήταν να σπρώξει τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα σε μια όλο και μεγαλύτερη διαπάλη για τη πολυεθνική Οθωμανική Μακεδονία, βάζοντας τις βάσεις για τον αδελφοκτόνο πόλεμο του 1913. Τα σύγχρονα Βαλκάνια συνεχίζουν να είναι μια αρένα όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς οι Βαλκάνιοι εθνικιστές όντας πολύ αδύναμοι για να επιβάλουν τις φιλοδοξίες τους στους αντιπάλους τους, συνεχίζουν να προσβλέπουν στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα αποτελέσματα είναι πασίγνωστα και ακολουθούν τις επιταγές του διαίρει και βασίλευε. Για παράδειγμα, στη περίπτωση του Κόσσοβου, το τίμημα της επέμβασης είναι ότι το «ανεξάρτητο» Κόσσοβο είναι προτεκτοράτο των ΗΠΑ και η Σερβία είναι μια ρωσική ενεργειακή αποικία.

Με την ίδια έννοια, τα ανεξάρτητα βαλκανικά κράτη που ιδρύθηκαν στο Βερολίνο ήταν μόνο κατ’όνομα ανεξάρτητα. Μια σειρά από όρους για την ανεξαρτησία τους επιβλήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ένας από αυτούς ήταν η υπογραφή συνθηκών ελεύθερου εμπορίου με τους προστατευόμενους των Μεγάλων Δυνάμεων. Το ίδιο συνέβη όταν η απελευθέρωση των αγορών κατοχυρώθηκε από τη Συμφωνία του Ντέϊτον που εγκαθίδρυσε το Βοσνιακό κράτος το 1995 και την Αυτόνομη Αρχή του Κόσσοβου που προέβλεπε η αποτυχούσα Συμφωνία του Ραμπουγιέ του 1999. Μετά το 1878, η Σερβία και η Ρουμανία εξαναγκάστηκαν να υπογράψουν σύμφωνο που αναγνώριζε στην Αυστροουγγαρία το καθεστώς της εμπορικά πλέον ευνοούμενης χώρας. 

Στα Βαλκάνια, τα φτηνά δυτικά μεταποιημένα προϊόντα κατάστρεψαν τις παραδοσιακές βιοτεχνικές βιομηχανίες, και έφτασαν να οδηγήσουν σε αποβιομηχάνιση εκεί όπου όντως υπήρχε βιομηχανία, όπως για παράδειγμα στη περίπτωση του βουλγαρικού δέρματος και υφαντών. Μετά το 1989, επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία με ένα νέο άνοιγμα στη παγκόσμια αγορά που οδήγησε στη βιομηχανική κατάρρευση και στη μαζική ανεργία. Την ίδια ώρα, τα μετά το 1878 Βαλκάνια έγιναν πλήρως εξαρτημένα από τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων η ζήτηση των οποίων είναι ανελαστική ενώ η αξία τους μειώθηκε εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού. Όπως το είχε προειδοποιήσει το 1885 ο ιδρυτής του βουλγάρικου σοσιαλισμού Ντίμιταρ Μπλαγκόγιεφ, τα Βαλκάνια θα μετατρέπονταν σε μια αγροτική αποικία του δυτικού καπιταλισμού. 

Η οικονομική εξάρτηση μετεξελίχτηκε αργότερα σε χρηματιστική εξάρτηση. Ένας όρος της ανεξαρτησίας ήταν ότι τα Βαλκανικά κράτη έπρεπε να πληρώσουν για τη δημιουργία σιδηροδρόμων στρατηγικής και οικονομικής σημασίας για τις Μεγάλες Δυνάμεις, και να αναθέσουν τη κατασκευή τους σε ξένους κατασκευαστές. Η κατασκευή των σιδηροδρόμων έγινε η νέα μορφή του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων για τη κυριαρχία στη περιοχή, ακριβώς όπως σήμερα τα Βαλκάνια είναι στο επίκεντρο του ανταγωνισμού των πετρελαιαγωγών μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ-ΗΠΑ για την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών της Κεντρικής Ασίας. Όπως ήταν εν δυνάμει στρατιωτικές εμπροσθοφυλακές των Δυνάμεων, τα ανεξάρτητα Βαλκανικά κράτη υποχρεώθηκαν να δημιουργήσουν μόνιμους στρατούς με αποτέλεσμα να αρχίσει το κυνήγι εξοπλισμών στη περιοχή. Για να χρηματοδοτηθούν σιδηρόδρομοι, στρατοί και γραφειοκρατικοί μηχανισμοί απαραίτητοι για να διοικήσουν όλα αυτά, τα Βαλκανικά κράτη υποχρεώθηκαν να στραφούν προς το δανεισμό από το εξωτερικό. Πολύ σύντομα αυτές οι μικροσκοπικές, πάμφτωχες και καθυστερημένες χώρες έπεσαν στη παγίδα του χρέους. Οι Δυνάμεις επωφελήθηκαν πλήρως και επέβαλαν όργανα επίβλεψης, που ανέλαβαν τη διαχείριση της συλλογής των ειδικών φόρων και των εκχωρήσεων (concessions) στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Αυτές ήταν τα ΔΝΤ εκείνης της εποχής, και ενεργούσαν με τρόπο ανάλογο των «προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών» στα σημερινά Βαλκάνια. Οι «εκχωρήσεις» του 19ου αιώνα αποκαλούνται σήμερα «άνοιγμα στον ανταγωνισμό», δηλαδή παράδοση των εσωτερικών κρατικών μονοπωλίων στους ξένους καπιταλιστές.

Αυτό το μοντέλο ιμπεριαλιστικής ενσωμάτωσης στη παγκόσμια οικονομία επαναλήφθηκε, αν και με νέα μορφή, στα Βαλκάνια κατά το τελευταίο μισό αιώνα, και βρίσκεται στη ρίζα τόσο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας όσο και της παρούσας κρίσης χρέους της περιοχής.

Η εμπορική ενσωμάτωση στην ΕΟΚ-ΕΕ, που άρχισε στη δεκαετία του 1970 με τις εμπορικές συμφωνίες μεταξύ ΕΟΚ και Γιουγκοσλαβίας, τη δεκαετή εμπορική συμφωνία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και της Βουλγαρίας, και τις εισαγωγές τεχνολογίας από τη Ρουμανία, οδήγησε αυτές τις χώρες στη παγίδα του χρέους. Η κύρια αδυναμία της εμπορικής ενσωμάτωσης ήταν ότι η τεχνική τεχνογνωσία αγοράστηκε με σκληρό νόμισμα αλλά πουλήθηκε κυρίως στο Ανατολικό μπλοκ με μαλακό νόμισμα εξαιτίας τόσο της έλλειψης ανταγωνιστικότητας όσο και του κλεισίματος των Δυτικών αγορών, που οφειλόταν στους εμπορικούς φραγμούς της ΕΕ. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ότι για να καλύψουν το κόστος των εισαγωγών, τα Βαλκανικά κράτη υποχρεώθηκαν να συνάψουν μεγάλα δάνεια από τις δυτικές τράπεζες. Μέχρι το 1989, η Γιουγκοσλαβία χρωστούσε 20 δισεκατομμύρια δολάρια και η Βουλγαρία 12, με τις πληρωμές να ισοδυναμούν με τα μισά κέρδη που απέφεραν οι εξαγωγές στη περίπτωση της Βουλγαρίας. 




Προκειμένου να επιβάλουν την αγοραία πειθαρχία που ήταν απαραίτητη για την αποπληρωμή του χρέους, το ΔΝΤ και η ΕΕ ζήτησαν την επιστροφή της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας στη συγκεντρωτική εξουσία. Σαν ανταμοιβή για την πετυχημένη μεταρρύθμιση η ΕΕ άφησε να αιωρείται το καρότο της στενότερης ενσωμάτωσης. Στη πράξη αυτό σήμαινε την ευθυγράμμιση της ΕΕ με τις θέσεις του Μιλόσεβιτς και του Μεγαλοϊδεατικού σέρβικου εθνικισμού που επιδίωκε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της σερβικής οικονομίας μέσω της επανασυγκεντροποίησης της Γιουγκοσλαβίας. Όμως, η υπόσχεση της ενσωμάτωσης στην ΕΕ άνοιξε την όρεξη και στις πλούσιες βόρειες δημοκρατίες που ήθελαν να ξεφορτωθούν το φτωχό νότο και να μπουν στην ΕΕ για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν μόνον εκείνη που προκάλεσε την οικονομική αποσύνθεση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Με τις υποσχέσεις της για μελλοντική πολιτική ενσωμάτωση ήταν και ο παράγοντας που επιτάχυνε την εθνικιστική της αποσύνθεση.

Το άνοιγμα της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο στη παγκόσμια αγορά από τη δεκαετία του 1950 οδήγησε στον κατακερματισμό της ομοσπονδίας σε ένα σύνολο ανταγωνιζόμενων και αυταρκών οικονομιών των ομόσπονδων Δημοκρατιών, και εξαιτίας αυτού από τη δεκαετία του 1960 και μετά στην άνοδο του εθνικισμού των Δημοκρατιών. Η απόπειρα της Γιουγκοσλαβίας να χρησιμοποιήσει τη παγκόσμια αγορά για να ανταγωνιστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις οδήγησε μάλλον στον εσωτερικό οικονομικό κατακερματισμό της. Στα Βαλκάνια στο σύνολό τους, η απόπειρα εκβιομηχάνισης για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία από τις Μεγάλες Δυνάμεις είχε ως αποτέλεσμα να αποσπάσει όλο και περισσότερο την περιοχή από την εξάρτησή της από τη Σοβιετική οικονομική ζώνη και την οδήγησε να εξαρτηθεί από την ΕΕ. Το σημαντικότερο είναι ότι ολάκερη η ιστορία της αγοράς στη περιοχή ήταν εκείνη των εξωτερικών σχέσεων εξάρτησης σε βάρος των εσωτερικών σχέσεων μεταξύ των οικονομιών. Αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό αν φανταστούμε τα Βαλκάνια σαν ρόδα ποδηλάτου: σαν ένα σύνολο ακτίνων που συνδέονται με ένα κεντρικό άξονα, αλλά που δεν έχουν καμιά σύνδεση μεταξύ τους. Αυτός είναι και ο λόγος, από οικονομική άποψη, που η περιοχή παρέμεινε πάντα σε μισο-αποικιακή οικονομική σχέση φτώχειας και καθυστέρησης, η οποία με τη σειρά της κατέστησε δυνατή τη στρατιωτική κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων σε αυτή. Οι παρούσες διαδικασίες περιφερειακής ολοκλήρωσης από την ΕΕ -όπως η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Κεντρικής Ευρώπης- δεν αποσκοπούν να αναπτύξουν την περιφερειακή συνεργασία επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με την ολοκλήρωση της ΕΕ. Στη πραγματικότητα, τα Βαλκάνια ολοκληρώνονται ως υποτελής αγορά για Δυτικά αγαθά και επενδύσεις, ενισχύοντας έτσι τις τάσεις αποβιομηχάνισης και εξάρτησης από το χρέος. 

Έτσι, να μιλάς για «μετάβαση στην οικονομία της αγοράς» μετά το 1989 σημαίνει ότι αγνοείς το γεγονός ότι αυτό που συμβαίνει είναι στη πραγματικότητα ο δεύτερος κύκλος της οικονομίας του χρέους. Το χρέος υποχρέωσε τις οικονομίες των Βαλκανίων να ανοιχτούν σε ροές ξένου κεφαλαίου και χρηματιστικού κεφαλαίου -προερχόμενων κυρίως από τις ιδιωτικοποιήσεις- προκειμένου να αποπληρωθεί αυτό το ίδιο χρέος. Τα υψηλά επιτόκια που ζητούσε το ξένο κεφάλαιο εξέθρεψαν μια ανάπτυξη βασισμένη στις εισαγωγές και στο καταναλωτικό χρέος, αλλά ταυτόχρονα κατάστρεψαν τη βιομηχανία και βύθισαν τη περιοχή στο χρέος βαθύτερα από πριν. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Το κλειδί για να το κατανοήσουμε είναι ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής στην ενθάρρυνση του κερδοσκοπικού μπουμ της δεκαετίας του 2000, και ειδικότερα ο ρόλος των ισχυρών νομισμάτων –που συνδέονται με το Ευρώ ή που τα διαχειρίζονται στο πλαίσιο νομισματικών συμβουλίων (currency board). Από τη μια, τα υψηλά επιτόκια και τα ισχυρά νομίσματα προορίζονταν να προσελκύσουν ξένα δάνεια, διευκολύνοντας έτσι το δανεισμό που χρειαζόταν για να πληρωθούν οι εισαγωγές. Από την άλλη, το ίδιο σύστημα που βασιζόταν στα σκληρά νομίσματα και στα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις ήταν υπεύθυνο για τη καταστροφή της βιομηχανίας. Το ακριβό χρήμα δεν ενθαρρύνει τις επενδύσεις στη πραγματική οικονομία και κάνει τις εξαγωγές μη ανταγωνιστικές. Εξού και η αύξηση των δημοσιονομικών και εμπορικών ελλειμμάτων, με αποτέλεσμα την κρίση χρέους που βλέπουμε σήμερα.

Η βουλγάρικη περίπτωση δείχνει επίσης πολύ ξεκάθαρα ότι το μοντέλο χρηματιστικής ανάπτυξης δεν είναι στη πραγματικότητα παρά ένας μηχανισμός απόσπασης κεφαλαίου από μέρους των Δυτικών τραπεζών. Το currency board (νομισματικό συμβούλιο) προϋποθέτει τη πλήρη κάλυψη και τη μετατρεψιμότητα του ντόπιου νομίσματος σε ξένα νομισματικά αποθέματα. Συνέπεια αυτού είναι ότι σε ένα τέτοιο σύστημα το κράτος δεν ελέγχει πια την έκδοση του νομίσματός του (πράγμα που συμβαίνει στη περίπτωση της Ευρωζώνης). Κάθε έλλειμμα στις συναλλαγές με ξένο νόμισμα πλήττει άμεσα τα συναλλαγματικά αποθέματα, πράγμα που συστέλλει τη ποσότητα του χρήματος στην εθνική οικονομία, και έχει αρνητικές συνέπειες για τη ρευστότητα, τις τιμές, τους μισθούς και τη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Εξού και ο στόχος της νομισματικής πολιτικής που είναι να δημιουργεί δημοσιονομικά πλεονάσματα, που θα επενδυθούν στην αγορά ξένου συναλλάγματος για να καλυφθεί η έκδοση ντόπιου νομίσματος. Αυτά τα ποσά επενδύονται κυρίως σε κρατικά ομόλογα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και έτσι φτάνουμε να είναι η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ που χρηματοδοτεί την πλουσιότερη σε βάρος των φτωχότερων πολιτών της. Η Βουλγαρία, όπως και τα υπόλοιπα Βαλκάνια είναι καθαρός δανειστής της ΕΕ. Προκειμένου να διατηρηθεί η αξία του εθνικού νομίσματος για να αποπληρωθούν δάνεια που έχουν συναφθεί σε ξένα νομίσματα, δάνεια που καλύπτουν το τρέχον δημοσιονομικό έλλειμμα και επιτρέπουν να αποπληρωθεί το εξωτερικό χρέος, τα Βαλκανικά κράτη έχουν χρηματοδοτήσει το χρέος των πλούσιων χωρών της Ευρωζώνης. Σε ανταπόδοση, οι τράπεζες της Ευρωζώνης χρησιμοποιούν τη κρίση του χρέους για να αποκτήσουν τον έλεγχο νέων πηγών δημόσιου πλούτου, ακριβώς όπως οι ενεργειακοί τομείς στην Ελλάδα, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία που ιδιωτικοποιούνται βάσει των προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ. Το σύστημα δημοσιονομικών πλεονασμάτων απαιτεί τη διαρκή λιτότητα των δημόσιων οικονομικών, πράγμα που σημαίνει μια τεράστια μεταβίβαση πλούτου από τους φτωχούς στην ολιγαρχία των Βαλκανίων και στους τραπεζίτες της Δύσης. Και όλα αυτά ενώ η οικονομία του χρέους καταστρέφει τη βιομηχανική βάση της ανάπτυξης, που μόνον αυτή μπορεί να δώσει λύση στη κρίση του χρέους. 

Το σύστημα σκληρού νομίσματος είναι επίσης και σύστημα σύγκλισης προς την Ευρωζώνη, επιτρέποντας στις οικονομίες των Βαλκανίων να αποπληρώσουν το χρέος που έχει συναφθεί σε Ευρώ. Αυτό όμως σημαίνει ότι όλα τα Βαλκανικά κράτη είναι ντε φάκτο μέλη, ή πιο συγκεκριμένα αποικίες, της Ευρωζώνης, μια και δεν είναι πια σε θέση να συνεχίσουν μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Εξαναγκασμένα να δημιουργήσουν δημοσιονομικά πλεονάσματα για να αποπληρώσουν το χρέος, δεν μπορούν να επενδύσουν στη βιομηχανία ή να ξαναβάλουν σε κίνηση τις οικονομίες τους και έτσι, σαν την Ελλάδα και την υπόλοιπη περιφερειακή Ευρώπη, πρέπει να επιβάλουν τις πιο κτηνώδεις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και στη κοινωνική ασφάλιση καθώς και να ιδιωτικοποιήσουν όλα τα δημόσια αγαθά.

Να γιατί η μόνη λύση για να βγούμε από τη κρίση είναι η ομοσπονδία των χωρών μας που θα συνδύαζε και θα κατηύθυνε τους πόρους τους προς εθνικοποιημένες βιομηχανίες προκειμένου να αυξήσει την απασχόληση και να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο. Πρέπει να απαιτήσουμε όχι ένα μοντέλο περιφερειακής ολοκλήρωσης που εξαρτάται από το εισαγόμενο ακριβό κεφάλαιο και τα Δυτικά αγαθά, ενώ εξάγει στρατιές σκλάβων μεταναστών εργατών για να αποπληρώσει το απορρέον χρέος, αλλά ένα άλλο που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη των δημόσιων επενδύσεων, των βιομηχανιών και των ανταλλακτικών δικτύων σε όλα τα Βαλκάνια. 

Η ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας μάς διευκολύνει να συνδέσουμε την πάλη ενάντια στη σκλαβιά του χρέους με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό έλεγχο της περιοχής. Δηλαδή, στρέφεται ενάντια τόσο στην ολοκλήρωση της ΕΕ όσο και στη κηδεμονία της Ρωσίας, ενάντια στο χρέος αλλά και στην ενεργειακή εξάρτηση. Κατά συνέπεια δεν είναι εθνικιστική αλλά διεθνιστική ιδέα, που στρέφεται ενάντια στις συμμαχίες των τοπικών καπιταλιστικών τάξεων με τον ιμπεριαλισμό. 

Από στρατηγική άποψη, διευκολύνει την ενοποίηση όλων των λαϊκών αγώνων σε όλη τη περιοχή ενάντια στη δικιά μας Τρόικα –του ΔΝΤ, της ΕΕ-ΝΑΤΟ και της Ρωσίας- σε μια ενιαία εθνική και κοινωνική πάλη των Βαλκανικών λαών. Η προοπτική της Βαλκανικής ομοσπονδίας δείχνει ότι, εξαιτίας της συμμαχίας των δικών μας αφεντικών με τους ξένους προστάτες τους, οι πραγματικοί μας σύμμαχοι είναι οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές, οι αγρότες και οι συνταξιούχοι όλης της περιοχής, και ότι πρέπει να ανατρέψουμε τους μικρούς καταπιεστές στη χώρα μας, αν θέλουμε να πολεμήσουμε τον ξένο μεγάλο καταπιεστή. 

Έτσι, είναι μόνο η Βαλκανική ομοσπονδία που μπορεί να δημιουργήσει μια διεθνιστική εναλλακτική λύση στις κυρίαρχες εθνικιστικές συγκρούσεις στο Κόσσοβο, στη Βοσνία και στη Μακεδονία, συγκρούσεις που επιτρέπουν στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να διαιρούν και να βασιλεύουν. Τελικά, μόνον η έννοια της Βαλκανικής ομοσπονδίας είναι αρκούντως πλατιά για να κάνει δυνατή την εθνική ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και να τους προσφέρει τα μέσα για να ζήσουν μαζί με ειρήνη και ισότητα.

Η Βαλκανική ομοσπονδία είναι αυτή που μας συνδέει με την πάλη του ελληνικού λαού ενάντια στη σκλαβιά του χρέους και στη ξένη κυριαρχία. Είναι η δική μας συμβολή στη καταστροφή της αυτοκρατορίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου –που μπορεί να ανοίξει μια νέα εποχή στη περιοχή μας, μια εποχή στην οποία οι λαοί θα ξαναγίνουν υποκείμενα του δικού τους πεπρωμένου. Και αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει όχι μόνο να μιλήσουμε και πάλι για τη Βαλκανική ομοσπονδία, αλλά και να την συμπεριλάβουμε σε όλες τις πτυχές των πολιτικών μας αγώνων, έτσι ώστε να την ενσωματώσουμε στις καθημερινές μας παρεμβάσεις και να αρχίσουμε να χτίζουμε τα θεμέλιά της από τα κάτω, μέσα από τη σύνδεση των αγώνων μας και την εγγραφή τους σε ένα πλαίσιο πολύ ευρύτερο από το απλό εθνικό.

* Οι M. Medenica & A. Zivkovic είναι μέλη της ομάδας Marks 21 (Σερβία)

Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου