Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Παλιά και νέα ρατσιστική βιοπολιτική

Στα δύο τελευταία μας άρθρα είδαμε ότι από τις απαρχές της εξελικτικής περιπέτειας του ανθρώπινου είδους στην Αφρική, κοιτίδα κάθε ανθρωποειδούς και ανθρώπινου πλάσματος, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να μετακινούνται και να αποδημούν και, μέσα από αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα, απλώθηκαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη (βλ. ΕΔΩ και ΕΔΩ).

Αν όμως, όπως είδαμε, θεωρείται επιστημονικά αδιαμφισβήτητη η ευεργετική λειτουργία της μετανάστευσης και της επιμειξίας των ανθρώπινων πληθυσμών -από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα- τότε πώς εξηγούνται οι επίμονες ρατσιστικές και φυλετικές προκαταλήψεις που δικαιολογούν άλλοτε τη διαχείριση και άλλοτε την καταστολή του διαχρονικού φαινομένου της μετανάστευσης; 

Στο τελευταίο μέρος αυτού του τρίπτυχου θα εστιάσουμε στις φυλετικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι μετανάστες. Εξάλλου, οι ρατσιστικές ιδέες και πρακτικές συνοδεύουν κάθε μικρή ή μεγάλη μεταναστευτική ροή, τουλάχιστον στους νεωτερικούς χρόνους. Χρειάζεται λοιπόν να ανατρέξουμε σε κάποια επιστημονικά και ιστορικά τεκμηριωμένα παραδείγματα για να κατανοήσουμε πόσο κοντόφθαλμες είναι οι σημερινές βιοπολιτικές επιλογές της «πολιτισμένης» Δύσης, όταν υψώνει τείχη για να αποτρέψει τα μεταναστευτικά κύματα που η ίδια δημιουργεί με την πλανητική πολιτική της. 


Γιατί άραγε η επιστήμη, ιδίως κατά το παρελθόν, ένιωσε σχεδόν υποχρεωμένη να ανακαλύψει ή, ακριβέστερα, να επινοήσει το κατάλληλο βιολογικό πρότυπο που θα δικαιολογούσε «επιστημονικά» και άρα θα νομιμοποιούσε κοινωνικά την απίστευτη βία και εκμετάλλευση που ο λευκός άνθρωπος ασκούσε και εξακολουθεί να ασκεί πάνω στους «μελαψούς» ή «κιτρινιάρηδες» συνανθρώπους του; 

Σε αυτό το έντονα φορτισμένο ιδεολογικά και, όπως θα δούμε, αμφίβολης επιστημονικής αξίας εγχείρημα θα συμβάλουν η συγκριτική ανατομική, η ανθρωπομετρία, η φρενολογία και, πιο πρόσφατα, ορισμένες ακραίες κοινωνιοβιολογικές απόψεις. Πάντως, το να θέσουμε σήμερα ερωτήματα σχετικά με την επιστημονική εγκυρότητα των ρατσιστικών θεωριών είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. 

Αν, όπως κατ’ επανάληψη έχει διαπιστωθεί στην ανθρώπινη ιστορία, οι εκδηλώσεις του ρατσισμού εντείνονται σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης, τότε κάθε άλλο παρά κοινωνικά αδιάφορο είναι να κατανοήσουμε πώς η επιστημονική σκέψη επιχειρεί να εξηγήσει τη διαχρονική παρουσία αυτού του φαινομένου. 

Πώς μπορούν να εξηγηθούν τα τόσο διάχυτα σήμερα συναισθήματα φόβου ή δυσπιστίας απέναντι στους «άλλους»; Υπάρχει, άραγε, μια ικανοποιητική επιστημονική εξήγηση ή, ενδεχομένως, μια βιολογική ερμηνεία για το τσουνάμι ρατσιστικών αισθημάτων που εκδηλώνονται πλέον -μαζικά και απροκάλυπτα- όχι μόνο στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, στις σχολικές τάξεις, στους χώρους εργασίας, αλλά και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι;


Μια συνοπτική ιστορία των ρατσιστικών προκαταλήψεων 

Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ρατσιστές αλλά γίνονται. Οι ρατσιστικές θεωρίες που στηρίζονται στη δήθεν βιολογική-πνευματική ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπινων φυλών εμφανίζονται πρώτη φορά κατά τον 16ο αιώνα, παράλληλα με την ανάδυση της αποικιοκρατίας, όταν δηλαδή Ισπανοί και Πορτογάλοι υιοθέτησαν και επέβαλαν το δουλεμπόριο των νέγρων ως κυρίαρχη αυτοκρατορική στρατηγική. 

Οι πρώτες θεωρίες περί «φυλετικής κατωτερότητας», αρχικά των Αφρικανών, κατόπιν των Ασιατών και πολύ αργότερα των ευρωπαϊκών λαών της Μεσογείου, επινοήθηκαν επί τούτου για να δικαιολογηθεί και να νομιμοποιηθεί η εκμετάλλευση αυτών των φτωχών πληθυσμών από την πλούσια λευκή φυλή. 

Εκμετάλλευση που δεν εθεωρείτο απάνθρωπη, επειδή αυτές οι «κατώτερες φυλές» δεν είχαν σχεδόν τίποτα το ανθρώπινο. 

Ωστόσο, υπό μια αυστηρή έννοια, η «φυλετική» ιδεολογία ως βιολογική ανωτερότητα της «λευκής φυλής» διαμορφώνεται μόνο κατά τον 18ο αιώνα ως αντιστάθμισμα στις απλουστευτικές και μυθοποιητικές αντιλήψεις ορισμένων διαφωτιστών περί «αθώου αγρίου» που ζει μακάριος σε ειδυλλιακούς εξωτικούς παραδείσους. 

Αυτές οι νέες ουτοπικές ιδέες και φαντασιώσεις περί ειδυλλιακής αγριότητας, προϊόν της νέας αλλά γκρίζας βιομηχανικής πραγματικότητας στη Δύση, αντιμάχονταν και υπονόμευαν συστηματικά το αυτονόητο, μέχρι τότε, «δικαίωμα» στο δουλεμπόριο. 

Οι πρώτες επιστημονικοφανείς ρατσιστικές ιδεολογίες θα αναπτυχθούν ως απάντηση στο αίτημα της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης των νέγρων από τη δουλεία. 

Την αυγή της αποικιοκρατίας, οι λευκοί Ευρωπαίοι ένιωθαν απέχθεια για τα «κατώτερα» πολιτισμικά ήθη και τις ελευθεριακές συμπεριφορές των μαύρων, τους οποίους όμως δεν θεωρούσαν (ακόμη) βιολογικά κατώτερους αλλά μόνο πολιτισμικά και τεχνολογικά κατώτερους. 

Από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερική εποχή, η απαξίωση του «ξένου», του «βάρβαρου», βασιζόταν πρωτίστως σε θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές διαφορές και όχι σε διαφορές «αίματος», δηλαδή στην αμφισβήτηση της ανθρώπινης φύσης των «άλλων», των διαφορετικών από εμάς. 

Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Ελληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν «βάρβαρους» τους λαούς που μιλούσαν διαφορετική γλώσσα, που είχαν διαφορετικά πολιτισμικά και πολιτικά ήθη, κοντολογίς όσους δεν ήταν «πολίτες». 

Ενώ τον Μεσαίωνα, οι καθολικοί Ευρωπαίοι θεωρούσαν πως ήταν ανώτεροι από όλους τους άλλους λαούς του γνωστού τότε κόσμου για καθαρά θρησκευτικούς και πολιτισμικούς λόγους. 

Οι πόλεμοι και οι απάνθρωπες διώξεις των αλλόθρησκων (εβραίων, μουσουλμάνων, ορθόδοξων χριστιανών, προτεσταντών και παγανιστών) δικαιολογούνταν μόνο με θρησκευτικά και όχι με βιολογικά επιχειρήματα. 

Η ρατσιστική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής για βιολογικούς λόγους, όπως π.χ. οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος και άλλες σωματικές διαφορές, θα κάνει την εμφάνισή της κατά τη νεωτερική εποχή. 

Εκτοτε, οι όποιες εθνικές, πολιτισμικές και ταξικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ερμηνεύονται κατά το δοκούν, όχι ως επίκτητες ή τυχαίες κοινωνικές διαφορές αλλά ως εγγενείς και βιολογικές. 

Με άλλα λόγια, η ρατσιστική βία -ταξική και εθνικιστική- δικαιολογείται πλέον και εφαρμόζεται μαζικά στο όνομα της βιολογικής-γενετικής «ανωτερότητας» των θυτών έναντι των θυμάτων τους, που θεωρούνται διανοητικά και ηθικά «κατώτεροι»... εκ φύσεως. 


Ο σκοταδισμός των φυλετικών διακρίσεων
Αυτή η κυρίαρχη στα τέλη του 19ου αιώνα βιοπολιτική ιδεολογία βλέπει την ανθρώπινη ιστορία και τις κοινωνικές σχέσεις σαν έναν λυσσαλέο αγώνα για την επιβίωση των «καταλληλότερων», οι οποίοι δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην ανώτερη, τεχνολογικά και ηθικά, λευκή φυλή. 

Κατά τον νεοεμφανισθέντα, τότε, κοινωνικό δαρβινισμό, μια εντελώς διαστρεβλωμένη και παραπλανητική εκδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, η πρόσκαιρη κοινωνική διαστρωμάτωση σε τάξεις και οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων αποτελούν την αντανάκλαση εγγενών φυλετικών και βιολογικών προδιαγραφών, τις οποίες ούτε η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, της παιδείας και της ιστορίας μπορούν ποτέ να αλλάξουν. 

Οσο για τις μεταναστεύσεις, την ειρηνική συμβίωση και την επιμειξία -βιολογική και πολιτισμική- μεταξύ των ανθρώπων, αυτές θεωρούνται επιζήμιες και καταστροφικές, αφού όχι μόνο αποδυναμώνουν τη «βούληση για δύναμη», αλλά και μολύνουν ανεπανόρθωτα την καθαρότητα των δήθεν ανώτερων φυλετικών χαρακτηριστικών της «αρίας φυλής»! 

Η συστηματική διάδοση τέτοιων «αφελών» φυλετικών προκαταλήψεων δεν είναι ποτέ αθώα: δημιουργεί μαζική δυσπιστία και φόβο απέναντι στον «άλλο», αισθήματα τα οποία, με τη σειρά τους, είναι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή εξολοθρευτικών ρατσιστικών πολιτικών. 

Αν πιστεύουμε στη βιολογική ανωτερότητα των γονιδίων και των εγκεφάλων «μας», τότε η μαζική γενοκτονία των κατώτερων φυλών όχι μόνο δεν είναι έγκλημα αλλά, αντίθετα, πρέπει να εκλαμβάνεται ως θεραπευτική αγωγή για το καλό της ανθρωπότητας, την οποία φυσικά αντιπροσωπεύει μόνο η φυλή μας! 

Υπάρχει, άραγε, κάποια επιστημονική θεμελίωση ή, έστω, μερική επιβεβαίωση για τέτοιες ρατσιστικές θεωρίες; Η απάντηση είναι αρνητική. 

Επί δύο σχεδόν αιώνες οι επιστήμονες αναζήτησαν σαφή επιστημονικά κριτήρια για τη διαφοροποίηση των ανθρώπινων «φυλών», αλλά μάταια. 

Μάλιστα, όσο οι ειδικοί αναζητούσαν ουσιαστικές και όχι φαινομενικές διαφορές τόσο περισσότερο επιβεβαίωναν τη βαθύτερη βιολογική ενότητα του ανθρώπινου είδους. 

«Οι φυλές δεν υπάρχουν, η έννοια της ανθρώπινης φυλής είναι εντελώς αυθαίρετη. Απεχθάνομαι τη λέξη “φυλή” επειδή ταυτίζεται με την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των λαών», συνοψίζει πολύ εύστοχα το βασικό συμπέρασμα από τις έρευνες μιας ζωής ο Ιταλός γενετιστής Λουίτζι Καβάλι Σφόρτσα (L. Cavalli-Sforza), ο οποίος θεωρείται διεθνώς ο εγκυρότερος μελετητής των ανθρώπινων πληθυσμών. 

Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι, μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών, δεν υπάρχουν φαινοτυπικές ή ανατομικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι βιολογικές προσαρμογές στις διαφορετικές οικολογικές και κλιματικές συνθήκες που συνάντησαν οι άνθρωποι μετά τη διασπορά τους σε ολόκληρο τον πλανήτη. 

Σε αυτήν τη διαρκή ανάγκη προσαρμογής και στην εξέλιξη που αυτή συνεπάγεται οφείλεται η τεράστια γενετική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους, τόσο στο μακρινό παρελθόν όσο και σήμερα. 

Για παράδειγμα, οι διαφορές στο χρώμα του δέρματος επιλέχθηκαν εξελικτικά επειδή αποτελούσαν τις κατάλληλες προσαρμογές στις εκάστοτε κλιματικές ή περιβαλλοντικές συνθήκες: η σκούρα δερματόχρωση προσφέρει μια αποτελεσματική προστασία από τα εγκαύματα που προκαλούν οι ισχυρές υπεριώδεις ακτίνες στις περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, ενώ αποτελεί μειονέκτημα για όσους ζουν, επί χιλιάδες χρόνια, σε περιοχές μακριά από τον ισημερινό. 

Οι αποχρώσεις του λευκού δέρματος δεν είναι ένα «ανώτερο» βιολογικό χαρακτηριστικό αλλά μια ταπεινή εξελικτική προσαρμογή που επέτρεψε στους πληθυσμούς των «λευκών» να αφομοιώνουν περισσότερη ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας, απαραίτητης για τον μεταβολισμό της βιταμίνης D. 

Επίσης, οι διαφορές στο ύψος και στο μέγεθος του σώματος είναι μια εξελικτική προσαρμογή στις διαφορετικές οικολογικές συνθήκες: σε πολύ θερμές περιοχές τα ψηλόλιγνα σώματα αποτελούν σαφώς πλεονέκτημα σε σχέση με τα κοντόχοντρα που, σε αυτές τις περιοχές κινδυνεύουν διαρκώς από ανακοπή λόγω θερμοπληξίας. 

Αντίθετα, τα βορειοασιατικά ή μογγολοειδή ανατομικά χαρακτηριστικά -τάση για πιο στρογγυλά, «υπερβολικά» λιπώδη πρόσωπα και σώματα, αλλά και τα σχιστά στενά μάτια επιλέχθηκαν εξελικτικά επειδή τους προσφέρουν μεγαλύτερη θερμική προστασία από το υπερβολικό ψύχος. 

Οταν διαψεύστηκαν καταφανώς οι ελπίδες των ρατσιστών να στηρίξουν σε εξωτερικά σωματικά γνωρίσματα τις μισαλλόδοξες φυλετικές ψευδαισθήσεις τους, τότε στράφηκαν προς τη γενετική, αναζητώντας στα ανθρώπινα γονίδια την επιβεβαίωση των ρατσιστικών δοξασιών τους. 

Δυστυχώς, όμως, ούτε οι σχετικές γονιδιακές μελέτες επιβεβαιώνουν τη φυλετική «καθαρότητα» και τη γονιδιακή «ομοιομορφία». 

Αντίθετα, θεωρείται πλέον δεδομένη η απίστευτη γονιδιακή ποικιλότητα που υπάρχει ακόμη και μέσα στον ίδιο πληθυσμό, πόσω δε μάλλον ανάμεσα σε διαφορετικούς! 

Ενώ λοιπόν από γενετικής απόψεως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι (και ευτυχώς!), από μια ανθρωπολογική, κοινωνική και ηθική σκοπιά θα έπρεπε προφανώς να θεωρούνται όλοι ίσοι. 

Και η ασύλληπτη γενετική, μορφολογική και πολιτισμική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δεν εξηγείται ούτε με απλοϊκές επιστημονικές αναγωγές του βιολογικού στο κοινωνικό ούτε με σαθρά αλλά εξαιρετικά ύπουλα κοινωνικά ιδεολογήματα, όπως τα ρατσιστικά μυθεύματα περί «αρίας φυλής» και «κατώτερων ανθρώπινων φυλών».


Παλαιολιθικές σεξιστικές προκαταλήψεις

Ποια είναι η εικόνα που έχουμε σήμερα για την οικογενειακή ζωή, τις σχέσεις των δύο φύλων και τον καταμερισμό των εργασιών κατά τους προϊστορικούς χρόνους; 

Το κυρίαρχο σενάριο είναι ότι οι πρωτόγονοι άντρες έφευγαν σε μικρές ομάδες για να κυνηγήσουν άγρια θηράματα ή ακόμη και μαμούθ. 

Και όταν επέστρεφαν από το κυνήγι, έσερναν από τα μαλλιά το θηλυκό ερωτικό τους θύμα για να ικανοποιήσουν τις πρωτόγονες ερωτικές τους ορέξεις. 

Οι γυναίκες, αντίθετα, έμεναν στον εποχιακό καταυλισμό ή στη σπηλιά μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. 

Και έβγαιναν μόνο για να μαζέψουν χόρτα και καρπούς, ενώ παράλληλα είχαν επωμιστεί το μαγείρεμα, το ράψιμο δερμάτινων σωματικών επικαλυμμάτων, τη φροντίδα των παιδιών και των ασθενών. 

Πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι άραγε αυτό το τυπικά δυτικό πρότυπο κατανόησης της παλαιολιθικής ζωής; 

Μέχρι πρόσφατα οι έρευνες των αρχαιολόγων φαίνεται ότι επιβεβαίωναν την παραπάνω περιγραφή. Εντούτοις, οι πιο πρόσφατες ανθρωπολογικές και εθνολογικές μελέτες διαψεύδουν πολλά σεξιστικά μυθεύματα σχετικά με την «πρωτόγονη» οικογενειακή και κοινωνική ζωή. 

Δεδομένου ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν μας επιτρέπουν επ' ουδενί να ανασυγκροτήσουμε με κάποια ασφάλεια τη ζωή των μακρινών μας προγόνων, οι σύγχρονοι εθνολόγοι και ανθρωπολόγοι εστίασαν τις έρευνές τους στους ελάχιστους «πρωτόγονους» πληθυσμούς κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που επιβίωσαν σε απομονωμένες γεωγραφικά περιοχές του πλανήτη μας. 

Από αυτές τις επιτόπιες έρευνες προκύπτουν μερικά απρόσμενα συμπεράσματα. Στις σημερινές ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ο ρόλος των γυναικών δεν είναι διόλου δευτερεύων ή υποβαθμισμένος: συμμετέχουν ενεργά στο κυνήγι και στην αναζήτηση τροφής, συνεργάζονται στενά με τους άνδρες της ομάδας στη δημιουργία παγίδων και στην ανίχνευση των θηραμάτων. 

Επιπλέον, οι ρόλοι που αναλαμβάνει το κάθε φύλο και ο καταμερισμός των εργασιών ποικίλλουν σημαντικά σε κάθε γεωγραφικά διαφορετική ομάδα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και αλλάζουν ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον όπου ζουν. Είναι λοιπόν πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι αυτό το εναλλακτικό μοντέλο της ισότιμης συμβίωσης των δύο φύλων ίσχυε πολύ πιθανά και για τις πρώιμες ανθρώπινες κοινότητες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου