Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΥΣΤΑΤΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κώστας Γ. Μαμέλης 2.6.2016

Ας κρατήσουμε το δάκρυ μας για το βράδυ, τη νύχτα το δάκρυ, είτε τιμής, είτε μνήμης, είτε συγνώμης μοιάζει με σαπφείρινο μαβί, όταν θα λογαριάσουμε τι εκπροσωπούσε για όλους εμάς ο αυθεντικός και γενναίος σύντροφός μας Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, πόσο θετικό απολογισμό ζωής κατέλιπε, πόσο τροφοδότησε με τη στάση ζωής του την κατανόηση «οι Ιθάκες τι σημαίνουν»

Γιαυτό.

Σα πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος, είπε ο ποιητής της πόλης μου κι επέβαλε μαζί με τα παιδιά της Αριστερής Πρωτοβουλίας, τα πολιτικά παιδιά του, το βαρύτατο-το δυσβάστακτο καθήκον του ύστατου χαιρετισμού.

Οι παλιότεροι το γνωρίζουν γιατί το βίωσαν, οι νεότεροι, όμως, πρέπει να θυμάστε πάντοτε ότι ήταν ένα πολύβουο και παθιασμένο σμάρι νιότης κι αφοσίωσης, εκεί, στη μεγάλη συνάντηση-ποταμό του Σεπτέμβρη του 1974.

Τότε, όταν η μέθεξη, τα όνειρα, οι ελπίδες, μας ώθησαν, σχεδόν εκόντες άκοντες, στη μεγάλη μήτρα του πανελλήνιου σοσιαλιστικού κινήματος, στην ειρηνική επανάσταση του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ήταν εκεί κι ο Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, ξεχωριστός μπροστάρης μες στους πρωτοπόρους, που «νωρίς εβγήκανε καταμπροστα στον Ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβια σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες».

Αφιερώθηκε. Ταγμένος βραχίονας της αλλαγής, αγκωνάρι αγώνα.

Γιατί.

Ένας λεβέντης σα σίδερο ήτανε, ο δικός μας Γιώργος.

Ευρύστερνος κι ευθυτενής στα αισθήματα.

Ντελικανής κι αψίκορος στους στόχους.

Με ματιά διερευνητική στα προτάγματα.

Με λίγα λόγια, σταράτα.

Να πατάει στη γη και να αδράχνει το σύννεφο.

Σκοτείνιαζε μόνον για εκείνα τα άθλια εφήμερα και τα προσωπικά των συναλλαγών στις καμαρίλες χωρίς αρχές αυτών που αποκαλούσε κατ΄ επίφαση συντρόφους.

Κουβαλούσε θαρρετά την ταπεινή επιούσια διαδρομή από τα λιόδεντρα της Κρέστενας στη λαχαναγορά του Ρέντη σπουδάζοντας, την υψωμένη γροθιά και το πράσινο λάβαρο με τον ήλιο, αγωνιζόμενος, για τη μεγάλη καρδιά της χίμαιρας που θα έχτιζε τον άλλο κόσμο πάνω στα συντρίμμια του χούντας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, σε μιαν Ελλάδα λεύτερη και δημοκρατική, και την απίθωσε –σπονδή ζωής- στον πολιτικό του πατέρα, τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Αργότερα εκεί στις κινητοποιήσεις με κείνα τα χαλύβδινα παιδιά που έβαφαν την Ελλάδα πράσινη, με χιλιάδες τσιγάρα, λόγια, συγκρούσεις και χαρτιά, ο Γιώργος ήτανε μια φωτιά. Τάθελε όλα κι εκεί για τους άλλους.

Και τίποτε γιαυτόνε.

Αυτό ήταν το ήθος του. Έτσι το βίωνε, το διεκδικούσε. Κι έτσι το επέβαλε.

Και πέρασαν μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα, με χαρές και πίκρες, που γευτήκαμε σχεδόν όλοι, πλην Λακεδαιμονίων. Των γνωστών κάθε φορά Λακεδαιμονίων! Τους ήξερε δα καλά ο Γιώργος τους αργυραμοιβούς της εξουσίας!

Ακολούθησαν τα χρόνια της ακμής, με το Γιώργο να στρατεύεται στο ανελέητο καθήκον.

Και της σκληρής παρακμής, με το Γιώργο να παραμένει μ΄ αυτούς που «στη ζωή των όρισαν να φυλάττουν Θερμοπύλας» πάνω σε αδιαπραγμάτευτες αρχές που γέννησαν ως ώριμο τέκνο της οργής και μαζί της εμμονής, την Αριστερή Πρωτοβουλία, πιότερο ως προφητική αποκοτιά για τα επιγενόμενα, λιγότερο ως ουτοπία, σίγουρα ως εμπόδιο στη μετάλλαξη, στην αλλοίωση της σοσιαλιστικής φυσιογνωμίας του Κινήματος, στη φαλκίδευση των αρχών και των συμβόλων του.

Με μαχητικό «παρών» στα προσκλητήρια των καιρών σάρωνε την απάθεια, την αδράνεια, την έκπτωση της ψευδούς πολιτικής.

Πορεύτηκε και μόνος και μετά πολλών μέσα στις αγωνίες της παράταξης, το πολύπλαγκτον της σταδιακής της υποχώρησης τον πονούσε, αλλά αυτός εκεί.

Έκτιζε μεθοδικά, διδακτικά στους νεότερους.

Ο λόγος του πηγαίος, ασυμβίβαστος, η ψυχή του αταλάντευτη, συνεπής και συγκρουσιακός απέναντι στις μικρές και μεγάλες εξουσίες.

Περιέπαιζε τους εφαψίες του κυβερνητισμού, οικτίροντας τους σιτιζόμενους στα πρυτανεία των εκάστοτε κατεστημένων.

Κι όντας ευθύβολος κριτής, δεν έκρυβε λόγια για τους ιδεολογικά και πολιτικά συμβιβασμένους, τους παντός καιρού ατομιστές, πλην χωρίς μίσος για αυτούς τους ψευδομένους.

Ήταν βαθιά του πεποίθηση ότι πρέπει να ξαναφτιάξουμε παράταξη – αυτόνομο συλλογικό διανοούμενο και πολιτικό οργανωτή, να πάψουμε να είμαστε περιθωριακά συμπληρώματα της δεξιάς, να μετατραπούμε σε ενεργούς πρωταγωνιστές μιας άλλης, αξιόπιστης προοδευτικής πορείας της χώρας.

Το πίστευε και κάθε φορά μας στράτευε ευρηματικά στην κυρίαρχη αντίθεση. Στο δίκιο, τη λογική, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, τη συλλογικότητα.

Μετά την περιπέτεια της υγείας του ήταν συνειδητός κι ορθός μέχρι το τέλος, με μόνο φόβο του το κόστος το βαρύ γι΄ αυτούς που νοιαζότανε πολύ κι αγαπούσε πιότερο. Τα καλά του τα αετόπουλα , που τον κάνανε περήφανο. Το μεγάλη αετόπουλα και τα μικρά.

Ο Γιώργος τώρα δέχεται τον ύστατο συλλογικό χαιρετισμό όλης της σοσιαλιστικής παράταξης και της δικής του ζηλευτής στη συνέπεια Αριστερής Πρωτοβουλίας.

Άξιος εστίν σύντροφος.

Ρομαντικός του οριζόντων, ονειροπόλος των γαλάζιων πόντων, εκεί στην Ερατεινή, καθώς λιγόστευαν στο χρόνο οι σύντροφοι και πλήθαιναν οι «ορθολογιστές» τεχνικοί της διαχείρισης της πολιτικής.

Σοφία, Αλεξάνδρα, Θανάση, σας νοιάζονταν και σας αγαπούσε πολύ.

Σύντροφοι και συντρόφισσες και σας σας νοιάζονταν, σας ήξερε με το μικρό, σας αποκαλούσε αδελφούλι, ήταν μεγάλη αγκαλιά ακόμη και για τους λίγους που τον αδίκησαν και τον πίκραναν, ενώ περίμενε πάντοτε στωικά μιαν ανασκευή, μια συγνώμη. Ακόμη και σήμερα!

Ο Γιώργος «πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο». Σα να κοιμήθηκε πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του. Γιαυτό κι η αναγνώρισή του είναι πλατιά, υπερβαίνει τον πολιτικό χώρο μας, τον τιμούν και τον σέβονται για το αγωνιστικό του ήθος όλοι οι αντίπαλοι.

Τώρα ο πόνος είναι μεγάλος. Χάσαμε το δικό μας, τον αγαπημένο Γιώργο. Σαρξ εκ της σαρκός μας, οργανικό κομμάτι της κοινής πορείας, μας κληροδοτεί την αγωνιστικότητα, την αυθεντική προσφορά, την ανιδιοτέλεια, τις ιδέες του.

Ο Γιώργος είναι μέσα μας με ενεργό τον καημό του για τη μεγάλη αυτόνομη σοσιαλιστική παράταξη και μας δεσμεύει ότι δεν θα απέχουμε ούτε θα παραλλάξουμε το στόχο, αλλά θα εργαστούμε με νου και καρδιά για την επίτευξή του.

Γιώργο Παναγιωτακόπουλε.

Κλήθηκες να λάβεις τον λόγο στην αέναη συνεδρίαση του παραδείσου.

Ο Χάροντας σε ζήλεψε και σε πήρε για τούτο το στερνό στην κόρδοβα ταξίδι.

Θα σε θυμόμαστε και θα σε τιμούμε.

Καλό σου ταξίδι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου