Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Η εξαφανισμένη έκθεση για τον πόλεμο του 40 (που σπάει μύθους για την δήθεν οργάνωση της άμυνας από τον Μεταξά)

Η μεταπολεμική ιστορία του ελληνοϊταλικού πολέμου αναπαρήγαγε μια εικόνα αρτιότητας και ηρωϊσμού του ελληνικού στρατού. Ωστόσο το 1946 ένας απόστρατος ανώτατος αξιωματικός -λίγο πριν πεθάνει- κατέγραψε μια εικόνα αρκετά διαφορετική. Τέσσερις ειδικοί ανοίγουν τη σκονισμένη Έκθεση Καθενιώτη για το έπος του 40’. Μια έκθεση που «εξαφανίστηκε» και φέρνει ξανά στο φως το ThePressProject.

του Βαγγέλη Γεωργίου 
Βίντεο / Σκηνοθεσία: Ηλίας Δοβλέτης

Το φθινόπωρο του 1946 σε έναν από τους θαλάμους του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μ.Τ.Σ, επί της Βασιλίσσης Σοφίας, διαδραματιζόταν μια περίεργη εικόνα. Μια γυναίκα θλιμμένη καθόταν δίπλα σε έναν κλινήρη άνδρα που ενώ οι γιατροί έδειχναν απαισιόδοξοι για τις αντοχές της καρδιάς του, εκείνος ήταν μανιακά προσηλωμένος στο γράψιμο ενός...βιβλίου. Λες και ο τρόμος να μην τελειώσει και να μην μάθει ο κόσμος αυτά που σκεφτόταν στα χαρτιά του ήταν μεγαλύτερος από τον επερχόμενο θάνατο. Ο απόστρατος πρώην Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Δημήτρης Καθενιώτης, κρατούσε την πένα της «αμαρτίας» και αυτό το γνώριζαν τόσο η σύζυγός του όσο και κάποιοι συνάδελφοί του.

Τέσσερα μόλις χρόνια πριν, το 1942, όταν την κυβέρνηση είχε αναλάβει ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, είχε ανατεθεί στο στρατηγό Δημήτριο Καθενιώτη να συντάξει -με μια επιτροπή ανώτατων αξιωματικών- μια αναλυτική έκθεση που θα κατέγραφε τις ελλείψεις και τα επιτελικά λάθη του Ελληνκού Στρατού της κυβέρνησης Μεταξά κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο Καθενιώτης ήταν ο άνθρωπος που ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο παρελθόν συμβουλευόταν για ευαίσθητα εθνικά θέματα ενώ λίγοι αμφισβήτησαν την ιδιοφυία και την ευρυμάθειά του. Το ογκώδες πόρισμα της επιτροπής, όμως, που βασίστηκε σε μαρτυρίες, αν και παραδόθηκε στα τέλη του 1943 εξαφανίστηκε υπό περίεργες συνθήκες δίνοντας την αίσθηση κάποιας συγκάλυψης.

Τρία χρόνια μετά, ο 63χρονος Καθενιώτης, πικραμένος και αηδιασμένος από την κατάληξη του πορίσματός του, επιχείρησε να συμπυκνώσει εκείνη τη μακροσκελή μελέτη σε μια σύντομη επιτομή για να μάθει ο κόσμος την αλήθεια για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Βέβαια, κάτι τέτοιο, από το κρεβάτι και με κλονισμένη την υγεία του, ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Στις αρχές του 1947 ο στρατηγός πέθανε και η αγαπημένη σύζυγός του, Αριάδνη, δεσμεύτηκε να δημοσιεύσει το δραματικό χειρόγραφο του άνδρα της με τον τίτλο «Αι κυριώτεραι στρατηγικαί φάσεις του πολέμου 1940-1941». Υπήρξαν αξιωματικοί που επιχείρησαν να εμποδίσουν τη δημοσίευση του έργου αλλά δεν τα κατάφεραν. Την Άνοιξη του 1947 όποιος μπορούσε να εξασφαλίσει κάποιο από τα σπάνια αντίτυπα είχε τη δυνατότητα να διαβάσει τα χονδροειδή σφάλματα και τις εγκληματικές επιλογές της ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας στο πόλεμο του 1940-41. Η επιτομή είναι περίπου 200 σελίδων, οπότε για την παρουσίαση του ρεπορτάζ ζήτησα από τέσσερις ειδικούς να επικεντρωθούμε στα πέντε βασικότερα σημεία που θίγονται στη μελέτη του Καθενιώτη.


Η καταστροφική γαλλική μόδα του μεσοπολέμου...
Σύμφωνα με την έκθεση Καθενιώτη η μεσοπολεμική εκπαίδευση των ανώτατων αξιωματικών δεν ακολουθούσε τις εξελίξεις στο σύγχρονο πόλεμο αλλά είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τη γαλλική σχολή, η οποία παρουσίαζε τον πόλεμο των χαρακωμάτων ως υπόδειγμα του μάχεσθαι για το μέλλον.

«Το γενικό τούτο πνεύμα της εκπαίδευσης μετεδόθη και εις το ιδικόν μας Σχολείον Πολέμου, το ιδρυθέν υπο της Γαλλικής Αποστολής, όπου δημιούργησε τελεία σύγχυσις (..) μεθόδων μάχης της Επιθέσεως αφενός και της Αμύνης αφετέρου». Με τέτοιο σαστισμένο κεφάλι «έφθασαν οι καλλίτεροι επιτελείς μας εις τον πόλεμον της Αλβανίας, όπου λαλούντες υπερ της επιθέσεως, ουσιαστικώς ειργαζόμεθα υπερ της αμύνης».Οι στρατιωτικοί ιθύνοντες ήταν τόσο πεπεισμένοι για την επερχόμενη ήττα που στην εξάμηνη Ελληνοϊταλική σύρραξη δε φρόντισαν να εκδώσουν μια διαταγή ευρείας επιθέσεως, ακόμα και όταν οι ελληνικές δυνάμεις υπερείχαν συντριπτικά σε αριθμούς. Ο στρατηγός Δημήτριος Μαχάς, επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού, αν και υποστηρικτής του Παπάγου, πίστευε ότι ο ελληνικός στρατός δε διέθετε ηγεσία ολκής ώστε να εκτοξεύσει επιθέσεις.

«Η Ανωτάτη Στρατιωτική διοικησίς μας, αιφνιδιασθείσα από τας αποτυχίας των Ιταλών, διέταξεν αντεπίθεσιν μετα πολλούς δισταγμούς και ούτως απωλέσθη πολύτιμος χρόνος. Αλλά και όταν διέταξε την αντεπίθεσιν, ο ελιγμός ήτο λανθασμένος».


Σχέδιο ΙΒ: Εγκαταλείψατε την βορειοδυτική Ελλάδα 

Όταν τον Απρίλη του 1939 η Ιταλία κατέλαβε την, ήδη από το 1927, υποτελή Αλβανία οι Έλληνες επιτελείς επεξεργάστηκαν σχέδια για να αντιμετωπίσουν την ενδεχόμενη επίθεση των Ιταλών αλλά και των «παραδοσιακών εχθρών» Βουλγάρων. Δηλαδή ένα αμυντικό σχέδιο προκειμένου να διεξαχθεί ένας διμέτωπος πόλεμος εναντίον της Βουλγαρίας και της Ιταλίας. Όπως αναφέρε ο στρατηγός Καθενιώτης όμως, με το σχέδιο ΙΒ στην Ήπειρο, που ήταν και το πιο κρίσιμο σημείο,

«...η μεν γραμμή μάχης μετεφέρετο εις τινα σημεία 200 χλμ εντεύθεν των συνόρων, παρεδίδετο δε εις τον εχθρόν σχεδόν αμαχητί ολόκληρος η Ήπειρος και η βορειοδυτική Μακεδονία και έτι περαιτέρω προεβλέπετο σύμπτυξις μέχρι της Όρθρυος».Δηλαδή το ΓΣ αποφάσισε να συμπτύξει τις δυνάμεις τόσο νότια, διεξάγοντας παράλληλα επιβραδυντικό αγώνα, επειδή θεώρησε ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα. Ενώ οι Ιταλοί είχαν συγκεντρώσει ήδη στα ελληνοαλβανικά σύνορα 85.000 άνδρες έναντι των 35.000 Ελλήνων, το ΓΣ αδυνατούσε να μεταφέρει ενισχύσεις από το εσωτερικό της χώρας στα σύνορα λόγω ανεπαρκούς σιδηροδρομικού δικτύου και έλλειψης αυτοκινήτων.

Σε αυτές όμως τις σκέψεις των Ελλήνων επιτελών υπήρχε ένα πρόβλημα: Από τις 8 Μεραρχίες που υπολόγιζε το ΓΣ να συγκεντρώσει στο Αλβανικό μέτωπο οι πέντε συγκροτούνταν από Ηπειρώτες και Μακεδόνες. Θα άφηναν οι Έλληνες της περιοχής δηλαδή τα σπίτια τους για να κατέβουν στο Μεσσολόγγι ή στη Λαμία προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα; Παρατηρώντας το χάρτη φαίνεται ότι το σχέδιο ΙΒ έκτασης άνω των 200 χλμ. καλύπτει πολύ μεγαλύτερη έκταση συγκριτικά με το Ιβα-150 χλμ. απαιτώντας περισσότερες δυνάμεις επάνδρωσης. Επιπλέον η λογική του ΓΕΣ θα δημιουργούσε κύματα προσφύγων ως αποτέλεσμα του πανικού που θα προξενούσε η εγκατάλειψη εκείνων των περιοχών. Τα ορεινά και δύσβατα εδάφη, όμως, είναι αυτά που ευνοούν τους ασθενέστερους και ολιγάριθμους στρατούς ώστε να ενεργούν σε βουνά και δάση ιδιαίτερα τη νύχτα. Συνεπώς

«η άμυνα η οποία θα εγκατέλειπε τας ορεινάς γραμμάς δια να κατέλθη εις τα βάθη των κοιλάδων και εις τον κάμπον είναι αναμφισβήτητον ότι θα εζημιούτο τακτικώς..». 


Τα φαραωνικά οχυρά του Μεταξά

Αν δει κανείς τα σύνορα της Ελλάδος από την Αδριατική μέχρι την Ανατολική Θράξη θα αντιληφθεί ότι απλώνεται μπροστά του μια εντυπωσιακή γραμμή μήκους σχεδόν 1230 χλμ. Το πιο επικίδυνο σημείο παρόλα αυτά βρίσκεται στη συνοριακή γραμμή με την Βουλγαρία, καθότι η Βουλγαρία είχε την ικανότητα να επιστρατεύσει σε χρόνο ρεκόρ πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ότι η Ελλάδα απειλώντας τη Μακεδονία και τη Θράκη οι οποίες δεν διέθεταν στρατηγικό βάθος.

Με άλλα λόγια εκείνες οι περιοχές έχουν το πρόβλημα που έχει το Ισραήλ: σε περίπτωση επίθεσης δεν υπάρχει χώρος για υποχώρηση. Έτσι έρεπε να βρεθεί μια φόρμουλα να καθυστερήσουν οι βουλγαρικές δυνάμεις. Όταν ο Καθενιώτης διατελούσε Α/ΓΕΣ είχε προτείνει στην κυβέρνηση Τσαλδάρη μια οικονομική κατασκευή οχυρών για της επιβράδυνση των βουλγαρικών στρατευμάτων. Ωστόσο με το που ανέλαβε ο Μεταξάς την κυβέρνηση ανάθεσε στον Αλέξανδρο Παπάγο την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και διέταξε την κατασκευή φαραωνικών οχυρωματικών έργων. Οι δικτάτορες ανέκαθεν επένδυαν σε τσιμέντο και έπαρση.

Από το 5ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Μεταξά (1936-1941) οι στρατιωτικοί και πολιτικοί κύκλοι ήταν περισσότερο περήφανοι για την οχυρωματική «γραμμή Μεταξά» στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ο Καθενιώτης -βαθύς γνώστης της οχυρωματικής τέχνης- αμφισβήτησε τα οχυρά Μεταξά καθώς δεν ανταποκρίνονταν στη σύγχρονη οχυρωματική, κόστιζαν δυσανάλογα πολλά χρήματα, ήταν ακατάλληλα για το σκοπό που κατασκευάστηκαν, ενώ μέχρι και την γερμανική επίθεση δεν είχαν καν ολοκληρωθεί. Το καθεστώς Μεταξά επιδόθηκε στη κατασκευή μόνιμων οχυρώσεων σαν να επρόκειτο να συγκρατήσει το βουλγαρικό κίνδυνο μόνο με αυτά. Παράλληλα το ΓΣ δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην υπεράσπιση των Ηπειρωτικών εδαφών παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της διοίκησης της 8ης Μεραρχίας (Ηπείρου).


Όταν ο Αρχηγός Πυροβολικού της Μεραρχίας σ/χης Παναγιώτης Μαυρογιάννης κατέβηκε στην Αθήνα προκειμένου να πείσει τη Διοίκηση να του χορηγήσει το απαραίτητο ποσό για τη περάτωση των οχυρώσεων το μόνο που κατάφερε να αποσπάσει ήταν 1 εκατομμύριο δραχμές. Την περίοδο 1939-1940 το ΓΕΣ διέθεσε συνολικά για την οχύρωση Ελαίας μόνο 1,4 εκατομμύριο δραχμές, δηλαδή μόλις το 1.3% των δαπανών για τις οχυρώσεις Μακεδονίας-Θράκης δυσχεραίνοντας απελπιστικά το έργο της 8ης Μεραρχίας.


Διοικώντας τον Στρατό από το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»

Ο Αρχιστράτηγος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου διοικούσε τις μάχιμες μονάδες από τα υπόγεια του Ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», μεταβαίνοντας σπάνια στο μέτωπο, παραβαίνοντας το κανονισμό του 1940 που όριζε ότι ο Διοικητής οφείλει να βρίσκεται πλησίον των μαχόμενων στρατευμάτων λόγω της ανεκτίμητης επίδρασης του σε αυτά, όπως αναφέρει ο συνταγματάρχης Κορόζης. Επίσημα, η επιλογή αυτή δικαιολογήθηκε από την έλλειψη Ανώτατης Διοίκησης που θα συντόνιζε όλα τα όπλα και από τις άριστες διαβιβάσεις και επικοινωνίες που παρείχε η Αθήνα, η οποία εξάλλου ήταν η μοναδική τοποθεσία που παρείχε επαρκή εποπτεία σε αυτό το υπερανεπτυγμένο μέτωπο. Τέλος στο ξενοδοχείο δινόταν η δυνατότητα στον Παπάγο συνεχούς επαφής με τους Βρετανούς. Όπως είπε αργότερα ο στρατηγός Καραβιάς, ο Αρχιστράτηγος «δεν ήταν δεκανέας να βρίσκεται συνεχώς στο μέτωπο». 

Ωστόσο σύμφωνα με τον Καθενιώτη

«Η θέσις του Αρχιστρατήγου εις τας επιχειρήσεις είναι όπισθεν της πτέρυγος ήτις έχει την κύριαν προσπάθειαν είτε επιθετικήν είτε αμυντικήν».Τα καθήκοντα του αρχιστρατήγου τον καλούσαν στο μέτωπο οπότε οι Άγγλοι ήταν αυτοί που θα έπρεπε να τον επισκέπτονται στο «πτωχόν καταφύγιόν» που θα εγκαθιστούσε στο μέτωπο και όχι από τη «Μεγάλη Βρετανία» να ρωτά διαρκώς τον Άγγλο σύνδεσμο αν έχει τίποτα νεώτερο από τη στάση της Γιουγκοσλαβίας. Εξάλλου αυτές οι επαφές, αναφέρει ο Καθενιώτης,ήταν έργο του Γενικού Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων που ήταν ο Βασιλιάς και της αρμόδιας κυβέρνησης όχι του Παπάγου. Έτσι, πολλές από τις διαταγές του ΓΣ αν και ορθές

«ανετρέποντο και εξεφυλίζοντο υπο των εκτελεστών, ένω άλλαι ελάμβανον τελείως άλλην εκδοχήν. Οι μεγάλες αύται αποστάσεις υπεθοήθουν τα μέγιστα την συνεχή ανάμιξην των επιτελών εις τα εν τω μετώπω διατρέχοντα...»

Συνθηκολόγηση Τσολάκογλου: πράξη προδοσίας ή σωτηρίας;

Όταν μετά την γερμανική επίθεση, τον Απρίλιο του 1941, το ηθικό των μαχόμενων μονάδων και πολλών διοικητών είχε τσακιστεί ο Παπάγος που βρισκόταν στην Αθήνα έστελνε διαταγές «πολεμήστε για την τιμή των όπλων μέχρι να φύγουν οι φίλοι μας οι Άγγλοι». Τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να έρθουν τη στιγμή που ο Αρχιστράτηγος περίμενε να «γίνει ακουστός» εβρισκόμενος 500-600 χλμ. μακριά από το μέτωπο χωρίς να αντιλαμβάνεται τις τραγικές εξελίξεις που λάβαιναν μέρος.

Όταν ο στρατηγός Τσολάκογλου έβλεπε το στράτευμα -δηλαδή το μισό ελληνικό στρατό- να διαλύεται, υπέγραψε ανακωχή μάλλον με ευνοϊκούς όρους. Ο Ιωάννης Μεταξάς όπως και ο Παπάγος είχαν δεσμευτεί καιρό πριν πως ακόμα και αν κινδύνευαν οι ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία να κυκλωθούν από τους Γερμανούς δεν θα διέτασαν υποχώρηση από την Αλβανία μόνο και μόνο για να διατηρήσουν τον τίτλο του νικητή απέναντι στους Ιταλούς.

Τα πάντα είχαν τελειώσει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου