Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Κυλώνειον Άγος

Με το όνομα Κυλώνειον άγος έμεινε γνωστή στην ιστορία μια σειρά από δεινοπαθήματα και θεομηνίες που έπληξαν την αρχαία Αθήνα και που αποδόθηκαν στην οργή των θεών για τη σφαγή των οπαδών του Κύλωνα που συνέβη κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες.

Μετά την εφαρμογή της Δρακόντειας νομοθεσίας μεγάλη μερίδα της Αθηναϊκής κοινωνίας ήταν έντονα δυσαρεστημένη λόγω της αυστηρότητας των νόμων. Τότε ο Κύλων που ανήκε στη τάξη των ευγενών, είχε αναδειχθεί ολυμπιονίκης και ήταν γαμπρός του Τυράννου των Μεγάρων Θεαγένη επεχείρησε να δώσει τέλος. Είχε μάλιστα πάρει και χρησμό από το Μαντείο των Δελφών που έλεγε: «εν του Διός τη μεγίστη εορτή καταλαβείν την Αθηναίων ακρόπολιν» (Θουκ. Α’ 126, 4). Θεώρησε ότι η μεγαλύτερη γιορτή του Δία ήταν τα Ολύμπια (κατά πάσα πιθανότητα όμως το Μαντείο αναφερόταν στα Διάσια). Κατά την διάρκεια της εορτής των Ολυμπίων επιτρεπόταν στους ολυμπιονίκες στην επέτειο της νίκης τους να πηγαίνουν με συγγενείς και φίλους και να κάνουν θυσίες σε διάφορα ιερά της πόλης. Εκμεταλλευόμενος τη συνήθεια αυτή αλλά και τη δυσαρέσκεια εκείνη των Αθηναίων, μαζί με τον αδελφό του και τους οπαδούς του κατέλαβε την Ακρόπολη το 620 π.Χ., (κατ΄ άλλους το 612 π.Χ.). Δεν επέτυχε όμως την ολοκλήρωση του σκοπού του γιατί ο τότε επώνυμος άρχων της Αθήνας ο Μεγακλής, που ανήκε στην ισχυρή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών, αντέδρασε δραστήρια και πολιορκώντας την Ακρόπολη ανάγκασε τον μεν Κύλωνα και τον αδελφό του να διαφύγουν στα Μέγαρα, τους δε οπαδούς του να καταφύγουν ικέτες στον βωμό της Πολιάδος Αθηνάς. Τότε όσοι κατέφευγαν στους βωμούς θεωρούνταν προστατευόμενοι των θεών και συνεπώς ήταν απαραβίαστοι.
Οι οπαδοί όμως του Μεγακλή, ενώ τους υποσχέθηκαν πως αν βγουν από το ιερό δεν θα τους πείραζαν, παραβαίνοντας το πανελλήνιο εκείνο ιερό έθιμο, τους φόνευσαν προ του ιερού των Ευμενίδων, τη στιγμή που κατέρχονταν από την Ακρόπολη κρατώντας κατά την παράδοση ταινίες των οποίων η άλλη άκρη ήταν δεμένη στο βωμό, αφού προηγουμένως έκοψαν αυτές τις ταινίες, θεωρώντας έτσι ότι δεν τυγχάνουν πλέον της θείας προστασίας.

Η σοκαριστική άποψη του Πλούταρχου για την κρεατοφαγία

Στη συλλογή του «Ηθικά» ο Πλούταρχος αναζητά την εφαρμογή της αρετής στην πρακτική πλευρά της ζωής.
Στους «Περί σαρκοφαγίας» λόγους του μάλιστα προβληματίζεται έντονα. Προφανώς απαυδημένος από τα ελληνορωμαϊκά συμπόσια αναρωτιέται πώς γίνεται – έχοντας στη διάθεσή μας τέτοια νόστιμη ποικιλία από φρούτα, λαχανικά και καρπούς – να θέλουμε με το ζόρι να νοστιμίσουμε τη ματωμένη σάρκα ενός ζώου «σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος» για να μπορέσουμε να τη φάμε.
Οι απόψεις του για την κρεατοφαγία είναι… ωμές και σοκαριστικές…
Τι ονομάζουμε λιχουδιά;

«…εγώ απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχούνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων».
Πού είναι τα κοφτερά δόντια σου;

«Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή του σώματος. Πράγματι το ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με κανενός ζώου από όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας: Δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Έτσι η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακή γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία».