Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή;


«Την κουρέψανε κι ύστερα ριχτήκανε πάνω της με τους υποκόπανους, με κλωτσιές, με χαστούκια, όπως μπορούσανε. 
Της σκίσανε τα ρούχα, την πετάξανε κάτω γυμνή. Χτυπούσανε βάναυσα στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά, στα πόδια. 
Τίποτα πια δεν ξεχώριζες σε τούτο το πλάσμα. […] Ξάφνου ακούστηκε ένα σφύριγμα. Ητανε το τέλος. 
Φέρανε και την αδελφή της. Τρόμαξε η κοπέλα που την είδε γυμνή και ματωμένη. 

– Αδελφούλα μου, σ’ ατιμάσανε; και ρίχτηκε πάνω της και τράβαγε τα μαλλιά της. 

– Ελα να με τραβήξεις […] και μην κλαις. Μόνο ξύλο έφαγα» 

(Φωτάκη, 1976, σ. 15-6). 

Διαβάζοντας απομονωμένο το παραπάνω απόσπασμα, από γεγονός που εκτυλίχθηκε στην Πελοπόννησο στα μέσα του 1946, μπορεί κανείς να διερωτηθεί ενάντια σε ποια γυναίκα διαπράχθηκε μια τέτοια επίθεση. 
Οι εξίσου πιθανές απαντήσεις είναι δύο: επρόκειτο είτε για «συνεργάτιδα» είτε για «αριστερή». 

Τι κοινό, άραγε, είχαν αυτές οι δύο περιπτώσεις γυναικών, ώστε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο; 

Οι γυναίκες που υιοθέτησαν κάποια πολιτική στάση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 φαίνεται ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, κρίνονταν από τον κοινωνικό τους περίγυρο από το ίδιο το γεγονός ότι ήταν γυναίκες. 
Το φαινόμενο αφορούσε ιδιαίτερα την ελληνική επαρχία. Αυτό που διαφαίνεται είναι πως στις περιπτώσεις που η δράση των γυναικών θεωρούνταν από μόνη της «προκλητική» με τους όρους εκείνης της εποχής, ο παράγοντας του φύλου υιοθετούνταν ως κριτήριο για να αξιολογηθούν από την κοινωνία. 
Αυτό που διαφαίνεται, δηλαδή, είναι ότι οι γυναίκες που βρέθηκαν ενώπιον κατηγοριών για τη δράση τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, κρίθηκαν όχι με κριτήριο την ίδια την «προκλητικότητα» της στάσης τους, αλλά με κριτήριο το γεγονός ότι ήταν γυναίκες. 
Στην πορεία της δεκαετίας του 1940 άρχισε να γίνεται λόγος για δύο μεγάλες ομάδες γυναικών, οι οποίες εκτέθηκαν με έναν τρόπο που θεωρήθηκε προκλητικός από το περιβάλλον τους. 

Χρησιμοποιώντας την ορολογία εκείνης της εποχής, επρόκειτο για την ομάδα στην οποία ανήκαν οι «αριστερές» και για την ομάδα στην οποία ανήκαν οι «συνεργάτιδες».


Οι «αριστερές», οι «αντάρτισσες»

Γράμμος 1948-1949 | ΑΠ. ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΣΕ (Αθήνα 2016)

Αυτοί οι δύο όροι καθιερώθηκε να παραπέμπουν το ευρύ κοινό στις γυναίκες εκείνες που κατά τη δεκαετία του 1940 εντάχθηκαν στην ΕΑΜική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής ή/και στον Δημοκρατικό Στρατό την περίοδο του Εμφυλίου. 

Στην πραγματικότητα, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο Δημοκρατικός Στρατός (ΔΣΕ) αποτελούσαν δύο μεγάλες και διακριτές μεταξύ τους περιπτώσεις, μέσα στις οποίες η συμμετοχή των γυναικών μπορούσε να έχει ποικίλες αφετηρίες και χαρακτηριστικά. 

Για τη μεν συμμετοχή στην Αντίσταση, η Αριστερά είχε τρεις δομές στις οποίες μπορούσαν να συμμετέχουν γυναίκες, όπως βέβαια και άντρες. 

Η μία ήταν η νεολαία, η ΕΠΟΝ. Μέσω της ΕΠΟΝ πολλά κορίτσια έπαιρναν μέρος σε πολιτικές παρεμβάσεις ενάντια στις δυνάμεις κατοχής, όπως ήταν τα συνθήματα σε τοίχους, η μετάδοση νέων με τηλεβόες, η διανομή προκηρύξεων κ.ά. 

Η δεύτερη ήταν ο ΕΛΑΣ, το καθαρά στρατιωτικό σώμα της Αντίστασης της Αριστεράς. 

Στον ΕΛΑΣ η συμμετοχή γυναικών ήταν σαφώς υπαρκτή, όχι όμως σε τεράστια ποσοστά (Ψαρρά, 2009, σ.184). 

Τέλος, υπήρχε ο κεντρικός πολιτικός φορέας οργάνωσης της Αντίστασης, το ΕΑΜ. Στο ΕΑΜ υπήρχαν γυναίκες που συμμετείχαν σε πολιτικές διαδικασίες ή/και σε, κυρίως «βοηθητικές», παρεμβάσεις. 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ευρύτερα τα άτομα που συμμετείχαν στο ΕΑΜ δεν είχαν αναγκαστικά κομμουνιστικές ιδεολογικές καταβολές, επομένως δεν ήταν κατ’ ανάγκη μέλη του ΚΚΕ. 

Οσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην ΕΑΜική Αντίσταση, αυτή μπορούσε να προκύπτει τόσο από ευρύτερα οικογενειακά δίκτυα όσο και από πρωτοβουλία των ίδιων των γυναικών, που κατά περιπτώσεις μπορεί και να έρχονταν σε ρήξη με τις οικογένειές τους γι’ αυτή τους την απόφαση (Ψαρρά, 2009, σ.188). 

Για τη δε συμμετοχή στον Εμφύλιο, ο ΔΣΕ αποτέλεσε όντως, και πρώτη φορά, έναν στρατιωτικό φορέα ευρείας υποδοχής γυναικών. 

Οταν, όμως, αναφερόμαστε σε συμμετοχή γυναικών στον ΔΣΕ, δεν εννοούμε ένα πράγμα. 

Στις αρχές του Εμφυλίου ο ΔΣΕ αντλούσε δυναμικό από άτομα που επέλεγαν να (κατα)φύγουν στο βουνό, ως απάντηση στο καθεστώς τρομοκρατίας που εφάρμοσε το μεταπολεμικό κράτος απέναντι στην Αριστερά. 

Οι γυναίκες που προσχώρησαν στο αντάρτικο σε αυτήν τη φάση, επομένως, κινητοποιήθηκαν από αυτόν τον λόγο. 

Η δίωξή τους όμως ως «αριστερών» μπορούσε να έχει προκύψει τόσο από την άμεση εμπλοκή τους στην ΕΑΜική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και από την έμμεση εμπλοκή τους στην Αριστερά, ως συζύγων ή αδελφών αντρών που είχαν προσχωρήσει εκεί (Μαργαρίτης, 2005α, σ. 615-627· Δαλιάνη και Mazower, 2004, σ. 108). 

Ως εκ τούτου, συναντάμε γυναίκες που ακολούθησαν το αντάρτικο μόνες τους ή άλλες που ακολούθησαν μέλη της οικογένειάς τους σε αυτό. 

Ομως, από ένα χρονικό σημείο και μετά, όταν περιορίζονταν οι δυνατότητες να στρατολογηθούν άντρες στον ΔΣΕ, εντάθηκαν οι υποχρεωτικές στρατολογήσεις νέων κυρίως γυναικών, οι οποίες άρα δεν βρέθηκαν στο βουνό από επιλογή (Μαργαρίτης, 2005β, σ. 252-255). 

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η εμπλοκή των γυναικών με το καθαρά στρατιωτικό μέρος των δράσεων του ΔΣΕ ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με τον αντιστασιακό ΕΛΑΣ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στην καθημερινότητα του ΔΣΕ έπαψε ο καταμερισμός εργασιών κατά φύλο. 

Το «νοικοκύρεμα» των αντάρτικων καταυλισμών, για παράδειγμα, ήταν κυρίως στη δικαιοδοσία των γυναικών, στις ομάδες που ο αριθμός τους επέτρεπε κάτι τέτοιο (Μαργαρίτης, 2005β, σ. 253· Ψαρρά, 2009, σ. 216). 

Οι παραπάνω διευκρινίσεις περιγράφουν το μωσαϊκό των κινήτρων που είχαν, των διαδικασιών που ακολούθησαν και των ρόλων που έπαιξαν οι γυναίκες που αναμίχθηκαν στην Αριστερά κατά την περίοδο της Κατοχής και κατά την περίοδο του Εμφυλίου. 

Επομένως, οι γενικευτικοί όροι «αριστερές» και «αντάρτισσες» εξομοιώνουν ανόμοιες περιπτώσεις, αναφερόμενοι εξίσου σε γυναίκες που είχαν αναμιχθεί ή κατ’ επιλογή ή εξ ανάγκης στην πολιτική δράση της Αριστεράς και, προφανώς, σε ποικίλα πόστα.


Οι «συνεργάτιδες», οι «νύφες της Βέρμαχτ»

Οι επαφές των Ελληνίδων με τον κατακτητή εκλαμβάνονταν όχι μόνο ως εθνικό αλλά και ως «ηθικό» ολίσθημα | Χ. ΦΛΑΪΣΕΡ, ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ, τ. Β΄ (Αθήνα 1995)

Με τους παραπάνω (κι άλλους ακόμα) χαρακτηρισμούς αναφέρεται η δημόσια αφήγηση της δεκαετίας του 1940 στις γυναίκες εκείνες που θεωρείται ότι συνεργάστηκαν με τον ναζιστικό στρατό. 

Το παράδοξο στην περίπτωση αυτή είναι ότι με τον όρο «συνεργάτιδες» γίνεται αναφορά σε μία κατηγορία που ποτέ δεν ορίστηκε με ακρίβεια. 

Το φαινόμενο της συνεργασίας αντρών και γυναικών με τον ναζιστικό στρατό έχει εν μέρει μελετηθεί και τα μέχρι στιγμής πορίσματα δείχνουν ακριβώς την ασάφεια που περιβάλλει τη σχετική συζήτηση. 

Τα κίνητρα και οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες ένα άτομο κατέληγε στη συνεργασία είναι γνωστά σε γενικές γραμμές. 

Ομως από την Απελευθέρωση και εξής, οι κατηγορίες για συνεργασία δεν αφορούσαν μόνο άτομα που όντως είχαν συνεργαστεί.


Τ. ΨΑΡΑΚΗΣ, ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ (Αθήνα 1980)

Η πολιτική και κοινωνική ένταση της δεκαετίας του 1940 έδωσε χώρο σε ποικίλους λόγους για να κατηγορηθούν άτομα για δωσιλογισμό. 

Επομένως, οι σχετικές μελέτες παρουσιάζουν κατηγορίες δωσιλογισμού να φτάνουν στα μεταπολεμικά δικαστήρια και να αφορούν πρόσωπα που ήταν όντως συνεργάτες και καταδότες, όπως όμως και πρόσωπα που δήλωσαν, εν τέλει, κατάσκοποι ή και πρόσωπα των οποίων οι κατηγορίες έκρυβαν προσωπικές αντιδικίες ή αντικομμουνιστικά κίνητρα (Mazower, 2004, σ. 47). 

Πολύ περισσότερο, οι μελέτες αναφέρονται σε περιπτώσεις που δεν έφτασαν ποτέ στα δικαστήρια, αλλά στιγματίστηκαν ή διώχτηκαν κοινωνικά. 

Αλλες απ’ αυτές φαίνεται ότι αφορούσαν πράγματι συνεργασίες με τους κατακτητές κι άλλες όχι (Κουσουρής, 2014· σ. 82 και 137-142). 

Παραδόξως, λοιπόν, ενώ αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν ασφαλείς διαπιστώσεις για το ποιες κατηγορούμενες ήταν όντως δωσίλογες και ποιες όχι, το στίγμα των συνεργατριών δεν βάρυνε μονάχα τις γυναίκες εκείνες που αποδείχτηκαν καταδότριες, αλλά και μια σειρά άλλων γυναικών που δραστηριοποιήθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής. 

Παράλληλα, λόγω της γενικότερης πολιτικής στάσης του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους να μην τιμωρήσει δικαστικά τους συνεργάτες, παρά μόνο σε κάποιες παραδειγματικές περιπτώσεις και με μειωμένες ποινές (Mazower, 2004, σ. 42-45· Κουσουρής 2014, σ. 374), οι κατηγορούμενοι/ες γρήγορα επανήλθαν στην ανωνυμία. 

Δεν λείπουν, επίσης, τα περιστατικά αυτοδικίας προς κατηγορούμενες σε διάφορες περιοχές της χώρας, περιστατικά που δεν άφησαν πίσω τους τεκμήρια για τις κατηγορίες που τις βάραιναν. 

Τα παραπάνω καθιστούν πολύ δύσκολο το να μελετηθούν οι «συνεργάτιδες», οι οποίες εξάλλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν εκ των υστέρων, να γράψουν τα απομνημονεύματά τους ή να μιλήσουν σε ερευνητές, ανεξάρτητα από το αν η κατηγορία εναντίον τους ευσταθούσε ή όχι, γιατί σε κάθε περίπτωση αυτό φαίνεται να αναπαράγει τον στιγματισμό τους για το υπόλοιπο της ζωής τους. 

Ομως, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να ερευνήσουμε σε βάθος τις περιπτώσεις των γυναικών που χρεώθηκαν τον χαρακτηρισμό «συνεργάτιδες», έχουμε στοιχεία να τις περιγράψουμε σε αδρές γραμμές. 

Γνωρίζουμε ότι υπήρξαν γυναίκες που διετέλεσαν συνεργάτριες των ναζιστικών αρχών και ήταν καταδότριες Ελλήνων πολιτών, υπηρετώντας το σύστημα συλλήψεων και εκτελέσεων της Κατοχής. 

Γνωρίζουμε, όμως, και την ύπαρξη γυναικών που κατηγορήθηκαν ως συνεργάτριες, αλλά εν τέλει αποδείχτηκαν κατάσκοποι. 

Αλλες περιπτώσεις εμφανίστηκαν κατά τις οποίες γυναίκες που αρχικά είχαν προσχωρήσει στα δίκτυα των συνεργατών, αποχώρησαν και κατόπιν έδρασαν για αντιστασιακές οργανώσεις (Κουσουρής, 2014, σ. 471-472). 

Ο στιγματισμός για συνεργασία έγινε, επίσης, σε γυναίκες που ανέπτυξαν προσωπικές σχέσεις και ερωτικούς δεσμούς με στρατιώτες ή στελέχη των δυνάμεων Κατοχής, πολλές από τις οποίες γέννησαν παιδιά από αυτές τις σχέσεις τους. 

Οι διευκρινίσεις όσον αφορά αυτήν την ομάδα γυναικών αποσκοπούν στο να δείξουν ότι ο χαρακτηρισμός της «συνεργάτιδας» υιοθετήθηκε απέναντι σε γυναίκες που έδρασαν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους σε σχέση με τον στρατό Κατοχής: από αυτές που συστηματικά, μεθοδικά και στοχευμένα (εξ)υπηρέτησαν το σύστημα των διώξεων και των εκτελέσεων, σε όσες άλλαξαν στρατόπεδο στην πορεία, σε όσες έδρασαν ως κατάσκοποι και σε όσες βρήκαν ή πίστεψαν ότι βρήκαν τον σύντροφό τους στο πρόσωπο ενός Γερμανού, Αυστριακού ή Ιταλού στρατιώτη – ή και ενός Ελληνα συνεργάτη.


Ο κοινός τόπος της «ηθικής»

Η ενεργός συμμετοχή γυναικών στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα και το αντάρτικο του ΔΣΕ τιμωρήθηκε (και) ως «ανήθικη» υπέρβαση του παραδοσιακού τους ρόλου | ΑΣΚΙ - ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΦΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ

Οι δύο παραπάνω ομάδες γυναικών βρέθηκαν στο στόχαστρο είτε της κρατικής είτε της κοινωνικής κριτικής. 

Από τον Τύπο της εποχής μέχρι τους ψιθύρους των γειτονιών, γυναίκες που συμμετείχαν σε πολιτικές δράσεις της Αριστεράς, γυναίκες που πήραν όπλο στον Εμφύλιο, γυναίκες που έγιναν ερωμένες του στρατού Κατοχής και γυναίκες που ήταν συνεργάτριες, έγιναν αντικείμενο κατηγοριών. 

Η μεν περίπτωση των «αριστερών» κατηγορήθηκε από το κράτος και διώχθηκε τόσο θεσμικά όσο και εξωθεσμικά, μέσω των παρακρατικών οργανώσεων. 

Οι κατηγορίες αυτές και οι διώξεις φάνταζαν νομιμοποιημένες ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου. 

Με αυτήν την πλευρά των κατηγοριών συστρατεύτηκε κι ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας. 

Οι δε «συνεργάτιδες» κατηγορήθηκαν από τον κοινωνικό τους περίγυρο. 

Πολιτικά οι κατηγορίες αυτές στηρίζονταν και από τις αντιστασιακές οργανώσεις. 

Θεσμικά, το ίδιο το κράτος είχε δημιουργήσει φορείς που εξέταζαν την ευστάθεια των κατηγοριών συνεργασίας, επομένως τυπικά οι κατηγορίες αυτές υποστηρίζονταν και από την πλευρά του. 

Πρακτικά, όμως, η στάση του κράτους απέναντι στον δωσιλογισμό, όπως περιγράφηκε παραπάνω, μετρίαζε τη θέση του απέναντι στις «συνεργάτιδες».


ΑΣΚΙ - ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΦΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, όμως, είναι πως οι κατηγορίες που απευθύνονταν σε όλες τις γυναίκες που αναφέρθηκαν παραπάνω συναντώνται σε έναν κοινό τόπο: στο πεδίο της ηθικής. 

Από τις μεν «αριστερές» και «αντάρτισσες» τα απομνημονεύματα και οι προφορικές μαρτυρίες που έχουν παραχθεί είναι πλήθος. 

Ισάριθμες είναι και οι μαρτυρίες και οι καταγεγραμμένες εντυπώσεις τρίτων σε σχέση με την εικόνα και τη φήμη αυτών των γυναικών εκείνη την εποχή. 

Σύμφωνα με τις πηγές, οι γυναίκες που συγκαταλέχθηκαν στην αντίσταση του ΕΑΜ ή στον ΔΣΕ αντιμετώπισαν το προφανές, το οποίο αποτελούσε συνήθη κατηγορία και για τους άντρες αριστερούς και αντάρτες: οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι –τόσο μέρος του κόσμου, αντρών και γυναικών όσο και το ίδιο το κράτος– τις κατηγόρησαν για «κομμουνισμό» και «ανθελληνισμό». 

Πέραν τούτου, όμως, ειδικότερα οι γυναίκες αντιμετώπισαν την επιπλέον κατηγορία της «ανηθικότητας». 

Η συμμετοχή τους στην Αντίσταση ή στον Εμφύλιο παρέπεμπε ένα ευρύ κομμάτι της κοινής γνώμης στο «ποιόν» τους, λόγω της συναναστροφής τους με άντρες στην καθημερινότητα της δράσης τους. 

Η «τιμή» τους τέθηκε σε αμφισβήτηση και αυτή ήταν κυρίαρχη κατηγορία εναντίον τους (Ψαρρά, 2009, σ. 211-3· Βερβενιώτη, 2004, σ. 129). 

Ως εκ τούτου, στις μαρτυρίες των γυναικών που συμμετείχαν στην Αντίσταση ή στον Εμφύλιο με την Αριστερά υπάρχει η διαρκής προσπάθεια να αποτινάξουν από πάνω τους αυτό για το οποίο γνωρίζουν ότι στιγματίστηκαν, δηλαδή τη βεβαιότητα της κοινωνίας ότι ανέπτυξαν ερωτικές σχέσεις με ομοϊδεάτες τους την περίοδο της Κατοχής ή του Εμφυλίου και ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχαν προσχωρήσει στην πολιτική δράση. 

«Είχαμε τόσο εμβολιαστεί με το όραμα της απελευθέρωσης, μας έδινε τόσα φτερά, τέτοια ανάταση, που δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο. 

Είχαμε, φυσικά, σα νέα παιδιά, κάποια ερωτικά σκιρτήματα, αλλά το φλερτ μας έφτανε μέχρι ένα σημείο. 

Μετά, στον ΕΛΑΣ υπήρχε απαγόρευση, σχεδόν ούτε φλερτ. 

Στην επαρχία γίνονταν διάφορα σχόλια, ότι αυτές που πηγαίνουνε με τα αγόρια σε διάφορες συναντήσεις είναι του δρόμου… και θέλαμε να διατηρήσουμε, έπρεπε να διατηρήσουμε μια καθαρότητα στις σχέσεις μας, για να μη βεβηλώνεται ο σκοπός» 

(Μπέικου, 2010, σ. 40). 

Ομοια για την περίοδο του Εμφυλίου: 

«Σκεφτόμουνα μήπως κάποιοι είχαν επηρεαστεί από τη χυδαία και συκοφαντική προπαγάνδα που οργίαζε αυτές τις μέρες, παρουσιάζοντας σαν προκήρυξη της ΕΠΟΝ προς τις ΕΠΟΝίτισσες […] τις παραινέσεις του Χίτλερ προς το ειδικό σώμα Γερμανίδων “…να εγκαταλείψουν τις ανόητες προλήψεις της μπουρζουαζίας και να δίνονται στα παλικάρια που πολεμούν”» 
(Κοκοβλή, 2002, σ. 207). 

Οι φόβοι των γυναικών αυτών επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες τρίτων: 

«Ητανε και η ηθική τότε… Δεν ήταν μόνο, να πούμε… ήτανε και η ηθική! 

Διότι εμένα δε μου το βγάζεις από το μυαλό, τα κορίτσια της περιοχής που πήγανε στον κομμουνισμό, ήτανε ο φίλος τους εκεί ή ήταν ο έρωτάς τους εκεί και πήγανε. 

Δεν πήγανε να σώσουν την πατρίδα» 

(Συνέντευξη Ε.Κ., Αθήνα 02/07/2010). 


ΑΠ. ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΣΕ (Αθήνα 2016)

Το στίγμα της «ανηθικότητας» ακολουθούσε, βέβαια, και όσες γυναίκες σύρθηκαν στα κρατητήρια και στην εξορία από το επίσημο κράτος. 

Κοινός τόπος στα απομνημονεύματά τους από τη Μακρόνησο, το Τρίκερι, τη Χίο κ.λπ. είναι οι χαρακτηρισμοί που εξαπολύονταν από φύλακες, συνοδεύοντας τις ψυχολογικές και σωματικές επιθέσεις εναντίον τους: «γύναια», «πουτάνες», «παλιοβρόμες», «πόρνες» είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί που εισπράττονταν, σε συνδυασμό με βιασμούς ή απειλές για βιασμούς και κούρεμα. 

Αντίστοιχα έχουν καταγραφεί και χλευασμοί προς τις αριστερές κρατούμενες, με ερωτικά τραγούδια να παίζουν στα μεγάφωνα μετά την πρωινή προσευχή και τα αντικομμουνιστικά προτάγματα της Μακρονήσου ή με την κράτηση γυναικών πολιτικών κρατουμένων στα ίδια κελιά με τις γυναίκες που είχε συλλάβει το Τμήμα Ηθών. 

Ο κατάλογος γίνεται ακόμη πιο μακρύς, αν στα παραπάνω προστεθούν οι συμβολισμοί των επιθέσεων και των εγκλημάτων που διέπραξαν οι παρακρατικές οργανώσεις, κυρίως στην επαρχία. 

Οι συνήθεις πράξεις που συνόδευαν τον βασανισμό ή τη δολοφονία αριστερών γυναικών ήταν το κούρεμα και ο βιασμός (Γαβριηλίδου, 2004, σ. 50· Λεύκα, 1964, σ. 52 & 56· Μαστρολέων-Ζέρβα, σ. 90 & 95· Στάβερη, 2006, σ. 95, 103 & 108· Φωτάκη, 1976, σ. 15-24). 

Στρέφοντας το βλέμμα στην έτερη ομάδα γυναικών, τις «συνεργάτιδες», παρακολουθούμε τις ίδιες κατηγορίες για «ανηθικότητα», συνοδευόμενες από παρόμοια φρασεολογία. 

Ηδη από την περίοδο της Κατοχής η αριστερή Αντίσταση ήρθε να θίξει το ζήτημα της επαφής που μπορεί να αναπτυχθεί από Ελληνίδες γυναίκες με τους άντρες των κατοχικών δυνάμεων. 

Σε πρώτη φάση το ΕΑΜ συνιστούσε αποφυγή οποιασδήποτε σχέσης, βεβαίως και ερωτικής. 

Σταδιακά σύνταξε διαγγέλματα και προκηρύξεις, όπου καθιστούσε όλες τις γυναίκες κάθε περιοχής υπεύθυνες για τυχόν παρεκκλίσεις άλλων γυναικών, καθιστώντας έτσι δημόσιο και εθνικό θέμα τη σεξουαλικότητά τους και ορίζοντάς την ως τον τρόπο να αποδείξουν οι γυναίκες τον πατριωτισμό τους. 

Ιδιαίτερα απευθυνόταν στις μανάδες, επισημαίνοντάς τους να μην επιτρέπουν να έχουν οι κόρες τους ερωτικές σχέσεις με τους ξένους στρατιώτες «για ένα πιάτο κρέας και πιλάφι» (Ψαρρά, 2009, σ. 186). 

Οι παραινέσεις αυτές σταδιακά άλλαξαν χαρακτήρα και μετατράπηκαν σε κατηγορητήρια δωσιλογισμού απέναντι σε όσες έγιναν ζευγάρια με άντρες του στρατού Κατοχής, σε άλλες που εκπορνεύτηκαν, όπως και σε όσες η τοπική κοινωνία θεωρούσε ότι είχαν κάνει κάτι τέτοιο. 

Κατά περίπτωση, το ΕΑΜ δημοσιοποίησε ονόματα γυναικών που θεωρούνταν ότι είχαν σχέση με τις κατοχικές δυνάμεις και ακολούθησαν διαπομπεύσεις, κουρέματα και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και εκτελέσεις (Ψαρρά, 2009, σ. 186 & 200-201). 

Ετσι, κατηγορήθηκαν για δωσιλογισμό και εκπόρνευση και γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις κι έκαναν παιδιά με ξένους στρατιώτες, όπως και γυναίκες για τις οποίες δεν τεκμηριωνόταν παρόμοια κατηγορία. 

Ολες τους θεωρήθηκαν «ανήθικες» και «συνεργάτιδες» και στιγματίστηκαν γι’ αυτό. 

«Ερχόμουνα με τον πρόεδρο του χωριού από κάτω, απ’ τα μαγαζιά, με συνόδευε να πάω στη γιαγιά μου, γιατί έμενα στης γιαγιάς μου το σπίτι, δε χωρούσαμε όλοι στο σπίτι μας. 

Μεταξύ των δύο σπιτιών βγαίνουνε –“να την, έρχεται!”– βγαίνουνε οι αριστεροί και πάνε μέσα απ’ το σπίτι της νονάς μου και παίρνουν το ψαλίδι και μου κόβουν τα μαλλιά. […] 

Τώρα, ήμουνε… 20 χρονώ ήμουνε. Τι ήθελε να κάνω; Ητανε κι αυτοί, ήτανε 6-7. […] 

Κι ύστερα μου ’πανε “Αυτό είναι από το ΕΑΜ-ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ”. […] Κι εγίνηκε σούσουρο σ’ όλο το χωριό. Οχι σ’ όλο το χωριό, σ’ όλη την περιοχή! 

Γιατί ήμουνα γκόμενα των Γερμανών κι ανάθεμα κι ήξερα ούτε το χέρι τους. […] 

Κι ύστερα σιγά-σιγά, πες ο ένας, πες ο άλλος, έπαθα και τόσες ατυχίες και ησύχασα. Και τώρα ακόμα το συζητάνε» 

(Συνέντευξη Τ. Κ., Αθήνα 02/07/2010 και Χανιά 17/07/2010). 

Αντίστοιχες ήταν και οι ποινές σε δωσίλογους για τις οποίες δεν υπήρχε κατηγορία για σεξουαλικές σχέσεις με τον εχθρό. 

Και στις περιπτώσεις αυτές η δημόσια τιμωρία τους περιλάμβανε διαπόμπευση ή κούρεμα και συνοδευόταν από σχετικό υβρεολόγιο. 

Από την πλευρά δε των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων καταγράφεται γλαφυρά η ευρύτερη αντίληψη μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης των γυναικών που κατηγορήθηκαν ως καταδότριες: και σε αυτές τις περιπτώσεις επιστρατεύονταν αναφορές ή υπαινιγμοί στη «γυναικεία φύση» τους, σαν αναπόδραστη αιτία να γοητευτούν και οι ίδιοι οι κατακτητές και να τους προσφέρουν ειδική μεταχείριση. 

Το αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν να απαλλάσσονται πολλές κατηγορούμενες από το ποινικό κομμάτι των ευθυνών τους και, ταυτόχρονα, να στιγματίζονται ηθικά για «ερωτική συνεργασία», για την οποία δεν είχαν ποτέ κατηγορηθεί (Ψαρρά, 2009, σ. 201).


Διά ταύτα

Καισαριανή, φθινόπωρο 1944. Διεκδίκηση της έμφυλης ταυτότητας, ως διακριτής πτυχής του απελευθερωτικού κινήματος | ΓΑΚ- ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ

Λόγω της επικράτησης μιας στενά πολιτικής ανάγνωσης της δεκαετίας του 1940, τα σχήματα που έχουν κυριαρχήσει στη δημόσια αφήγηση της ιστορίας εκείνης της περιόδου περιορίζουν, συχνά, την αντίληψή μας για τον τρόπο που λειτούργησαν τα πράγματα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, η πολιτική ανάγνωση της δεκαετίας, μέχρι στιγμής, έχει επιτρέψει να δούμε ότι η ελληνική κοινωνία συμπεριλάμβανε άτομα που δραστηριοποιήθηκαν είτε στην Αντίσταση της Δεξιάς είτε της Αριστεράς, άτομα που δραστηριοποιήθηκαν στα δίκτυα συνεργασίας με τους ναζί και άτομα που δεν ενεπλάκησαν στα παραπάνω. 

Αν όμως εμπλουτίσουμε τα εργαλεία μας για τη μελέτη του ’40, βρισκόμαστε μπροστά σε νέες διαπιστώσεις. 

Στην παρούσα περίπτωση, η χρήση του φύλου μάς επιτρέπει μία ανάγνωση που τέμνει τις πολιτικές κατηγοριοποιήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. 

Η διαπίστωση που προκύπτει, έτσι, είναι ότι η ελληνική κοινωνία επέδειξε μια νοοτροπία εξίσωσης των γυναικών που συμμετείχαν στο δίκτυο της συνεργασίας, με αυτές της αριστερής Αντίστασης και του αντάρτικου. 

Αντιμετώπισε, δηλαδή, με τα ίδια κριτήρια και αξιολόγησε με τον ίδιο τρόπο όσες συνεργάστηκαν, με όσες διεκδίκησαν μια πολιτική αλλαγή με τους όρους της Αριστεράς. 

Κατηγόρησε και τις δύο ομάδες για «ανηθικότητα», αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την ίδια την πολιτική τους στάση, το περιεχόμενο όσων έπραξαν. 

Αποπολιτικοποίησε τις πράξεις τους, προτάσσοντας την αντίληψη ότι οποιαδήποτε δημόσια δραστηριότητα γυναικών, άσχετα από το πολιτικό της πρόσημο, πρωτίστως είχε ηθικές αποχρώσεις. 

Σαν η οποιαδήποτε δραστηριότητα γυναικών εκτός της πεπατημένης, να περνάει μέσα από τη σεξουαλικότητά τους, η οποία θέτει ζητήματα ηθικής τάξης. 

Επομένως, συλλήβδην οι κατηγορίες των γυναικών αυτών γίνονταν αντιληπτές και εκφράζονταν μέσα από πράξεις και λέξεις που αναφέρονταν στο σύμπαν της ηθικής που έπρεπε να ορίζει τη γυναικεία δραστηριότητα. 

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δεύτερη διαπίστωση, ότι λόγω της παραπάνω αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας και οι γυναίκες που διέπραξαν «ηθικά ολισθήματα», ακόμη κι όταν οι ίδιες δεν αντιλαμβάνονταν ως πολιτική τη στάση τους –πόρνες, ερωμένες, ερωτικές σύντροφοι– συγκαταλέχθηκαν από τη δημόσια αφήγηση στις ίδιες ομάδες με τις «συνεργάτιδες» ή με τις «αντάρτισσες». 

Δημιουργήθηκε έτσι ένα εκρηκτικό και εν πολλοίς θολό τοπίο, που συντηρείται μέχρι σήμερα, γύρω από το ποιες, εν τέλει, συμπεριφορές συνιστούσαν συνεργασία με τον κατακτητή και ποιες διεκδίκηση πολιτικών αλλαγών, ποιες ήταν ποινικά κολάσιμες και ποιες πρόκληση της παραδοσιακής ηθικής, ποιοι ήταν αρμόδιοι να καταδικάσουν και ποιοι να απαλλάξουν από τις κατηγορίες. 

Η Κασσιανή από την Αρκαδία, δυστυχής πρωταγωνίστρια στην επίθεση με την οποία ανοίγει αυτό το άρθρο, «έτυχε» και ήταν μέλος της αριστερής Αντίστασης. 

Φαίνεται, όμως, ότι θα είχε υποστεί τις ίδιες συνέπειες αν ήταν καταδότρια, πόρνη, μάνα παιδιών με ξένο στρατιώτη για πατέρα ή αντάρτισσα. 

Διαβάστε 

► Αγγέλικα Ψαρρά, «Πολιτικές διαδρομές των γυναικών στην εμπόλεμη Ελλάδα (1940-1950)», σε Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Δ1 (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009). Διεξοδική μελέτη για την παρουσία και τη δράση γυναικών στη δεκαετία του 1940. 

► Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των Δοσιλόγων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014). Καταγραφή του έργου των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων και των εκκαθαρίσεων που εφαρμόστηκαν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα. Η ελληνική περίπτωση διασταυρώνεται με περιπτώσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών. 

► Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949, 2 τ. (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002). Διεξοδική ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. 

► Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960 (εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004). Συλλογή κειμένων σχετικών με τις συνέπειες της Κατοχής και του Εμφυλίου στην Ελλάδα, ιδιαίτερα επικεντρωμένων σε ζητήματα καθημερινής ζωής, εξουσίας και δικαιοσύνης, μνήμης κ.ά. Ειδικότερα στο σημερινό θέμα αναφέρονται τα άρθρα της Τασούλας Βερβενιώτη, «Οι γυναίκες της Αριστεράς μπροστά στο δίλημμα: πολιτική ή οικογένεια;», των Μαντώς Δαλιάνη και Mark Mazower, «Παιδιά στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου: οι ενήλικες του σήμερα» και του Mark Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής δικαιοσύνης: Ελλάδα, 1944-1945». 

► Ορισμένες από τις πλήθος γραπτές μαρτυρίες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα και αφορούν μνήμες διωκόμενων γυναικών από τη δεκαετία του 1940: 
● Νίτσα Γαβριηλίδου, Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες (Αθήνα 2004). 
● Βικτωρία Θεοδώρου (επιμ.), Στρατόπεδα γυναικών (Αθήνα 1976). 
● Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή, Αλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά (εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 2002). 
● Ελένη Λεύκα, Γυναίκες στην εξορία (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, χ.τ.έ. 1964). 
● Μαριγούλα Μαστρολέων-Ζέρβα, Εξόριστες. Χίος, Τρίκερι, Μακρονήσι (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986). 
● Μαρία Μπέικου, Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ… (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2010). 
● Ουρανία Στάβερη, Το μαρτυρικό τρίγωνο των εξόριστων γυναικών. Χίος - Τρίκερι - Μακρονήσι (εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 2006). 

*Υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης 


Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου