Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΑΣΚΗΤΙΚΗ: μια συνεχής άσκηση ελευθερίας

Δημήτρης Κατσορίδας 

Ο Καζαντζάκης άρχισε να διαμορφώνει το «σκελετό» της Ασκητικής όταν ήταν στη Βιέννη, το 1922.

Εκεί, ξε­κι­νά να δια­βά­ζει Φρό­υντ και να επη­ρε­ά­ζε­ται από αυτόν, χωρίς βέ­βαια να χάνει το εν­δια­φέ­ρον του για τον Βούδα. Ταυ­τό­χρο­να, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τα τε­κται­νό­με­να στη με­τε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία, αλλά και του ερ­γα­τι­κού-σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος στην Αυ­στρία, άρ­χι­σε να απο­δέ­χε­ται την δια­λε­κτι­κή υλι­στι­κή μέ­θο­δο ανά­λυ­σης. Τε­λι­κά, η Ασκη­τι­κή ολο­κλη­ρώ­θη­κε στο Βε­ρο­λί­νο, με­τα­ξύ Αυ­γού­στου 1922 και Γε­νά­ρη 1924. Εκεί είδε μια επα­νά­λη­ψη των όσων είχε δει στη Βιέν­νη (οι­κο­νο­μι­κή κρίση, φτώ­χεια, πείνα, δια­δη­λώ­σεις, ερ­γα­τι­κός ανα­βρα­σμός) και επη­ρε­ά­στη­κε από τις κομ­μου­νι­στι­κές ιδέες, και ιδιαί­τε­ρα από την Ραχήλ Λιπ­στάιν, με την οποία συ­γκα­τοί­κη­σε για ένα διά­στη­μα.

Η Ασκη­τι­κή.Salvatores Dei, όπως είναι ο τε­λι­κός της τί­τλος, πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό Ανα­γέν­νη­ση, το 1927, ενώ η τε­λι­κή ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη της μορφή ολο­κλη­ρώ­θη­κε το Ιούνη του 1928 (90 χρό­νια από τότε).

Η Ασκη­τι­κή απο­τέ­λε­σε το «Πι­στεύω» του Κα­ζαν­τζά­κη. Η τε­χνο­τρο­πία της είναι ένα μείγ­μα πολ­λών επι­δρά­σε­ων που είχε δε­χτεί (Μπερ­ξόν, Βού­δας, Χρη­στός, Χέ­γκελ, Σο­πε­νά­ου­ερ, Νίτσε, Λένιν κ.ά.). Απο­τέ­λε­σε την φι­λο­δο­ξία του να σμί­ξει τον δια­λο­γι­σμό με την πράξη, έτσι όπως αυτή δια­τυ­πώ­νε­ται από τον υλι­σμό, επι­χει­ρώ­ντας μια επί της ου­σί­ας αδύ­να­τη σύν­θε­ση με­τα­ξύ ιδε­α­λι­σμού και υλι­σμού. Οι αντι­φά­σεις αυτές δια­περ­νούν την Ασκη­τι­κή. Γι’ αυτό προ­σπά­θη­σε να δια­τυ­πώ­σει ένα ιδιό­τυ­πο με­τα­κομ­μου­νι­στι­κό κομ­μου­νι­στι­κό «Πι­στεύω».

Ο τί­τλος «Ασκη­τι­κή», ενέ­χει δύο αντι­φα­τι­κά και ταυ­τό­χρο­να συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά στοι­χεία: προ­έρ­χε­ται από το ρήμα «ασκώ», που δεί­χνει ενέρ­γεια και πράξη για την ανά­πτυ­ξη των σω­μα­τι­κών και πνευ­μα­τι­κών ικα­νο­τή­των, αλλά και τη λέξη «ασκη­τι­σμός» και «ασκη­τι­κή», που ση­μαί­νει από­συρ­ση και λιτή ζωή.

Το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο, της Ασκη­τι­κής, κατά τη γνώμη μου, είναι η αντί­θε­σή της στην απά­θεια εκεί­νου που μένει αμέ­το­χος. Είναι η Ευ­θύ­νη και η Πράξη: «Ν’ αγα­πάς την ευ­θύ­νη. Να λες: Εγώ, εγώ μο­νά­χος έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». Δεν είναι τυ­χαίο ότι το προ-τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, το ονο­μά­ζει «Η Πράξη». «Η στερ­νή, η πιο ιερή μορφή της θε­ω­ρί­ας είναι η πράξη. […] Αυτή μο­νά­χα μπο­ρεί να δώσει από­κρι­ση στα ρω­τή­μα­τα της καρ­διάς».

Η Ασκη­τι­κή είναι ταυ­τό­χρο­να ένας διά­λο­γος και συ­νά­μα μια πάλη φωνών που γί­νε­ται μέσα στον άν­θρω­πο. Είναι ο πο­λυ­φω­νι­κός μας εαυ­τός, το πα­ρελ­θόν και οι προσ­δο­κί­ες μας, όπως λέει ο Ηλίας Γκό­τσης. Είναι αφε­νός η τάση για αγώνα, για αντί­στα­ση, για ελευ­θε­ρία, η οποία έχει δυ­σκο­λί­ες, είναι ανη­φο­ρι­κή, κα­κο­τρά­χα­λη, αλλά συ­νά­μα ενέ­χει τη δη­μιουρ­γία, την ανύ­ψω­ση, την λύ­τρω­ση. Αφε­τέ­ρου είναι η αντίρ­ρο­πη τάση της συ­νή­θειας, του βο­λέ­μα­τος, της μι­ζέ­ριας, της ακι­νη­σί­ας, της αλ­λο­τρί­ω­σης, και τε­λι­κά του κα­τή­φο­ρου, που οδη­γεί στην απο­σύν­θε­ση. Η επι­λο­γή είναι δική μας ευ­θύ­νη. Διότι, η μάχη για την ελευ­θε­ρία ενέ­χει την ευ­θύ­νη για τον αγώνα. Και αυτή είναι η πρώτη ουσία του Θεού του Κα­ζαν­τζά­κη: ο Αγώ­νας.

Όμως, ο Θεός, του Κα­ζαν­τζά­κη μπο­ρεί να σωθεί μόνο μέσα από την ύλη. Την ύλη, στην οποία επε­νερ­γεί το πνεύ­μα για να την μορ­φο­ποι­ή­σει. Και μόνο έτσι μπο­ρεί να υπάρ­ξει το πνεύ­μα, μέσα από τη δια­δι­κα­σία μορ­φο­ποί­η­σης της ύλης, όπως λέει ο ποι­η­τής Νί­κο­λας Κάλας. Με αφε­τη­ρία τη δράση (ύλη) μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με τη δια­λε­κτι­κή σχέση με­τα­ξύ ύλης και πνεύ­μα­τος (ή μορ­φής-πε­ριε­χο­μέ­νου). Διότι, ο άν­θρω­πος δρα συ­νε­χώς και μέσω αυτής της δρά­σης δια­μορ­φώ­νε­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εν αρχή, λοι­πόν, είναι η Πράξη.

Salvatores Dei, είναι ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου του, που ση­μαί­νει «σω­τή­ρες του Θεού» ή «σώστε τον Θεό»: «Όχι ο Θεός θα μας σώσει∙ εμείς θα σώ­σου­με το Θεό, πο­λε­μώ­ντας, δη­μιουρ­γώ­ντας, με­του­σιώ­νο­ντας την ύλη σε πνέμα». Γιατί θε­ω­ρεί ότι μόνο εμείς μπο­ρού­με να σώ­σου­με τη δη­μιουρ­γία, επει­δή εμείς δη­μιουρ­γού­με τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας, ατο­μι­κά και συλ­λο­γι­κά, και όχι ο Θεός.

Και, «Ποια είναι η ουσία του Θεού μας;», ανα­ρω­τιέ­ται. Για να δώσει αμέ­σως την απά­ντη­ση, σχε­τι­κά με τη δεύ­τε­ρη ουσία του Θεού, που είναι «Ο αγώ­νας για την ελευ­τε­ρία». Ο Κα­ζαν­τζά­κης εξαν­θρω­πί­ζει τον Θεό, εφό­σον έδωσε ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση στον άν­θρω­πο να πράτ­τει, προ­κει­μέ­νου να απε­λευ­θε­ρω­θεί ο κό­σμος από τον πό­λε­μο και τον πόνο. Να πράτ­τει, επει­δή είναι χρέος του αν­θρώ­που να δη­μιουρ­γή­σει μια ζωή αρ­μο­νι­κή για όλους, αλλά χωρίς φόβο και χωρίς καμία προ­σκόλ­λη­ση (ελ­πί­δα) για το απο­τέ­λε­σμα.

Τε­λι­κά, τι είναι η Ασκη­τι­κή, του Κα­ζαν­τζά­κη; Είναι μια κραυ­γή αγω­νί­ας, αλλά και μια πρό­σκλη­ση για αγώνα. Η Κραυ­γή Αγω­νί­ας λέει: «Μια κρί­σι­μη βίαιη στιγ­μή είναι ιστο­ρι­κή εποχή μας ετού­τη, ένας κό­σμος γκρε­μί­ζε­ται, ένας άλλος δεν έχει ακόμη γεν­νη­θεί. Η Πρό­σκλη­ση του Αγώνα είναι μια ώθηση προς τα εμπρός: «Η ανώ­τα­τη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύ­τε­ρος, παρά να μά­χε­σαι για ελευ­τε­ρία. Μη κα­τα­δέ­χε­σαι να ρωτάς: ‘’Θα νι­κή­σου­με; Θα νι­κη­θού­με;’’ Πο­λέ­μα!».

Μη ρωτάς, πο­λέ­μα. Αυτό είναι το Προ­σκλη­τή­ριο του Κα­ζαν­τζά­κη στην Ασκη­τι­κή.

Και όταν θα έχου­με εκ­πλη­ρώ­σει τον προ­ο­ρι­σμό μας, επάνω στη γη, ο οποί­ος είναι ο ανή­φο­ρος προς τη συ­νε­χή τε­λειο­ποί­η­ση, τότε θα επέλ­θει η ηρε­μία, η Σιγή. «Σιγή θα πει: Κα­θέ­νας, αφού τε­λέ­ψει τη θη­τεία του σε όλους τους άθλους, φτά­νει πια στην ανώ­τα­τη κορφή της προ­σπά­θειας-πέ­ρα από κάθε άθλο, δεν αγω­νί­ζε­ται, δεν φω­νά­ζει∙ ωρι­μά­ζει ολά­κε­ρος σιω­πη­λά, ακα­τά­λυ­τα, αιώ­νια, με το Σύ­μπα­ντο». Οι πρω­το­πό­ροι περ­νούν στην εφε­δρεία. Είναι τότε που μπο­ρείς να πεις: «Δεν ελ­πί­ζω τί­πο­τα, δε φο­βού­μαι τί­πο­τα, είμαι λεύ­τε­ρος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου