Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Σαν σήμερα το 1919 ξεσπάει η εξέγερση των Σπαρτακιστών

Σαν σήμερα, στις 5 Γενάρη του 1919 ξεκίνησε στη Γερμανία η εξέγερση της Ένωσης των Σπαρτακιστών ή αλλιώς εξέγερση του Ιανουαρίου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στον λαϊκό ξεσηκωμό είχε το προλεταριάτο του Βερολίνου, υπό την καθοδήγηση των «Σπαρτακιστών».

(Η Ένωση Σπάρτακος -γερμ., Spartakusbund, Σπάρτακουσμπουντ-, γνωστή και ως Σπαρτακιστική Ομοσπονδία, ή απλά Σπαρτακιστές ήταν ένα αριστερό Μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον Σπάρτακο, ηγέτη της μεγαλύτερης εξέγερσης δούλων της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ιδρύθηκε από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Κλάρα Ζέτκιν, και άλλους».


Οι «Σπαρτακιστές» είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη των γερμανικών μεγαλουπόλεων (Βερολίνο, Στουτγκάρδη, Αμβούργο κ.ά.) με την αντίθεση τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποστηρίζοντας παράλληλα την ταξική πάλη και την επαναστατική δράση των μαζών.

Η «εξέγερση των Σπαρτακιστών» δεν ξεκίνησε ως εξέγερση. Ξεκίνησε ως μια καλά υπολογισμένη πρόκληση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης στην εργατική τάξη και στην επαναστατική Αριστερά του Βερολίνου.

Η κυβέρνηση είχε προκύψει από την επανάσταση των στρατιωτών και εργατών στις αρχές του Νοέμβρη, που κατέληξε στην ανατροπή του Κάιζερ και στον τερματισμό του πολεμικού σφαγείου. Σε εκατοντάδες σημεία σε όλη τη Γερμανία, οι εργάτες και οι φαντάροι συγκροτούσαν συμβούλια, όπως τα σοβιέτ στη Ρωσία ενάμιση χρόνο πριν.

Τα κόμματα που κυριαρχούσαν σε αυτό το κίνημα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Οι Ανεξάρτητοι είχαν διαγραφεί το 1917 από το SPD λόγω της εντεινόμενης αντίθεσής τους στη στήριξη που έδινε η κομματική ηγεσία στην κυβέρνηση και στον πόλεμο.
Η Ενωση Σπάρτακος, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, συμμετείχε ως ιδιαίτερο ρεύμα σε αυτό το κόμμα μέχρι το τέλος του 1918, όταν αποτέλεσε τον κορμό του νέου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

Η ηγεσία του SPD σύρθηκε τον Νοέμβρη στην επανάσταση. Ηταν αποφασισμένη να μην την αφήσει να προχωρήσει περισσότερο από τα όρια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφήνοντας άθικτη την οικονομική εξουσία των καπιταλιστών και τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές, ενώ αρχικά συμμετέχουν στην κυβέρνηση (των «επιτρόπων του λαού») μαζί με το SPD, κάτω από την πίεση της βάσης τους αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στις 28-29 Δεκέμβρη. Καθημερινά γίνονταν μαζικές διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων εργατών και φαντάρων ενάντια στην κυβέρνηση...

Ο στόχος του SPD δεν ήταν ο συμβιβασμός, ήταν η σύγκρουση. Ο Νόσκε, ο υπουργός Αμυνας, είχε ήδη συνεννοηθεί με το Γενικό Επιτελείο για τη συγκέντρωση των μοναρχικών Freikorps («Ελεύθερα Σώματα») έξω από το Βερολίνο.

Η απάντηση στην κυβέρνηση ήταν η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, που συνάντησε τεράστια ανταπόκριση. Η συγκέντρωση της 5ης Γενάρη ήταν η μεγαλύτερη από τη μέρα που έπεσε ο Κάιζερ. Πολλοί εργάτες κατέβηκαν οπλισμένοι στη συγκέντρωση. Και ομάδες διαδηλωτών άρχισαν να καταλαμβάνουν κτήρια, όπως τα γραφεία της σοσιαλδημοκρατικής καθημερινής εφημερίδας «Vor-warts» («Εμπρός») και την Πύλη του Βρανδεμβούργου.
Την επόμενη μέρα, η Επαναστατική Επιτροπή κάλεσε σε ανατροπή της κυβέρνησης «Εμπερτ-Σάιντεμαν». Την Επιτροπή αποτελούσαν εκπρόσωποι του USPD, του νεοϊδρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD-Spartakusbund) και των Revolutionare Obleute (επαναστάτες συνδικαλιστές, αντιπρόσωποι της βάσης), ένα δίκτυο αγωνιστών στα εργοστάσια και τα συνδικάτα που είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αντιπολεμικές απεργίες.

Η ηγεσία του KPD είχε αποφασίσει ομόφωνα ότι πρέπει να αποφευχθεί μια ένοπλη αναμέτρηση - μια και η πλειοψηφία των εργατών εντός και εκτός Βερολίνου είχεαυταπάτες για το χαρακτήρα των δύο σοσιαλιστικών κομμάτων.

Ομως τα περισσότερα μέλη του κόμματος είχαν διαφορετική γνώμη. Κάτω από τέτοιες πιέσεις, ο Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ, εκπρόσωποι του κόμματος στην Επαναστατική Επιτροπή, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην έκκληση για ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης.

Οι ηγέτες των Ανεξάρτητων πίστευαν ότι με ένα μικρό σπρώξιμο η κυβέρνηση θα έπεφτε και θα σχημάτιζαν δική τους. Οταν διαπίστωσαν ότι η κυβέρνηση δεν υποχωρούσε, πανικοβλήθηκαν και προσπάθησαν να ανοίξουν διαπραγματεύσεις με αυτήν.

Οι Σπαρτακιστές έμειναν μόνοι τους. Η συνέχεια ήταν η καταστολή της εξέγερσης. Τις βασικές αποστολές τις έφεραν εις πέρας τα δύο συντάγματα της Δημοκρατικής Φρουράς, που τα αποτελούσαν εθελοντές σοσιαλδημοκράτες φαντάροι. Ομως η κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο ήθελαν περισσότερα. Στις 11 Γενάρη τα Freikorps άρχισαν να βαδίζουν προς το Βερολίνο. Τους πήρε 36 ώρες. Οταν έφθασαν, έπνιξαν στο αίμα τις τελευταίες εστίες αντίστασης.

Ακολούθησε ένα όργιο τρομοκρατίας, με συλλήψεις, βασανισμούς, συνοπτικές εκτελέσεις. Η επταμελής αντιπροσωπεία που στάλθηκε να διαπραγματευτεί την εκκένωση του κτηρίου της «Vorwarts» εκτελέστηκε επιτόπου. Το ίδιο έγινε με τους άνδρες του Αϊχορν στο αρχηγείο της Αστυνομίας, που παραδόθηκαν.

Στις 15 Γενάρη η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο κρησφύγετό τους. Οδηγήθηκαν στο ξενοδοχείο «Ιντεν», το αρχηγείο των Freikorps. Μετά την ανάκριση, έβγαλαν έξω τον Λίμπκνεχτ, του έσπασαν το κεφάλι με μια κοντακιά και τον πήγαν σε ένα πάρκο όπου τον αποτελείωσαν. Με τον ίδιο τρόπο δολοφόνησαν τη Ρόζα και πέταξαν το πτώμα της σε ένα κανάλι.

Πληροφορίες πήραμε από κείμενο του ιστορικού Λεονάρδου Μπόλαρη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 19/1/2014

Διαβάστε επίσης το σχετικό κείμενο του "Ριζοσπάστη" με τίτλο "1919: Η επανάσταση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία"





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου