Την 1η Αυγούστου 1973, σαν σήμερα, έφευγε από τη ζωή ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Έχουν γραφτεί τόσα. Eχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα. Επιτρέψτε μου μια «μαρτυρία» διαφορετική, «προσωπική».
Ήταν χούντα. Εγώ πιτσιρικάς. Θυμάμαι τον πατέρα μου, όσες φορές το κυνηγητό δεν μεταφραζόταν για μας τα παιδιά στο «λείπει σε ταξίδι για δουλειές», στα συναπαντήματα με τους φίλους του (σσ: όσες φορές δεν «έλειπαν σε ταξίδι για δουλειές»…), στον αποχαιρετισμό, μισοχαμογελώντας, μισοσυνωμοτικά, να πετάνε πότε – πότε ο ένας στον άλλον εκείνη τη φράση: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαί σου και διάβαζε πολύ». Τί είναι αυτά που λένε, έλεγα από μέσα μου…
Αργότερα έμαθα ότι ήταν μια φράση που τη μοιραζόταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο ιστορικός γραμματέας του ΚΚΕ, με τους συντρόφους του. Ήταν η συμβουλή του, ένα παρασύνθημα, για να κρατηθούν όρθιοι στις φυλακές και στις εξορίες. Αλλά πάλι μου φαινόταν παράξενο: Πώς γίνεται να αγαπάς το κελί σου;…
Στην πορεία κατάλαβα (νομίζω). Αυτό που λέγανε (νομίζω) ήταν ότι δεν παραιτείσαι ποτέ. Δεν σκύβεις ποτέ. Δεν συνθηκολογείς. Ποτέ. Παίρνεις δύναμη από ό,τι μπορεί να σου δώσει ζωή. Παίρνεις ζωή από την αγάπη για την ίδια τη ζωή. Από την αγάπη για την ομορφιά και το δίκιο. Από την αγάπη για τους ανθρώπους και τον τόπο σου. Ακόμα κι αν για τον τόπο σου, για την προκοπή του, χρειαστεί να ζεις μέσα στο «κελί» σου. Φροντίζεις το «κελί» σου, δεν το παρατάς, δεν απαρνιέσαι τον αγώνα και το όραμα να ξημερώσει το δίκιο στον τόπο σου. Και κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να είσαι παρών και ετοιμοπόλεμος σε αυτό τον αγώνα. Δεν καταθέτεις τα όπλα. Φροντίζεις να συντηρείς τις βιολογικές αντοχές σου, αλλά και τη σπίθα στο μυαλό σου. Αν είναι να γράψεις Ιστορία, να γίνεις μέρος του λαού που θα γράψει τη δική του Ιστορία, πρέπει να σε παίρνουν τα πόδια σου. Και να δουλεύει το μυαλό σου.