"Πού να σε φέρω, γιόκα μου, πού να σε ακουμπήσω / σ' αυτόν τον κόσμο το φονιά και τον αιματοπότη... / Η πείνα, η διαφθορά, η μούχλα κι η σαπίλα / άγρια σκυλιά παραφυλάν πότε να ξεπροβάλεις / απ' τη ζεστή τη μήτρα σου, να σε κατασπαράξουν..." Μονολογεί ανήσυχη η νεαρή μάνα, χαϊδεύοντας πάνω απ' την καμπύλη της κοιλιά το αγέννητο ακόμα παιδί της. "Πού να σε φέρω, γιόκα μου, σ' αυτόν τον κόσμο, το ληστή...".
Την κυριεύει το άγχος και η απόγνωση, όταν βλέπει μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας τους κρανοφόρους του συστήματος να ορμούν σαν τα αγριόσκυλα, με ρόπαλα, με δακρυγόνα και με "χημικά", πάνω σ' αυτά τα απελπισμένα παιδιά, που προσπαθούν να φτάσουν μέχρι τις πύλες του "Ναού της Δημοκρατίας" μας, μέχρι την πόρτα, έστω του υπουργείου της Παιδείας, να πουν τα παράπονά τους, και βρίσκουν μπροστά τους ένα τείχος απροσπέλαστο κι ένα βαρύ σιδερένιο χέρι, να στραγγαλίζει τα νεανικά τους όνειρα, να τσακίζει βάναυσα τα φτερά τους, πριν καν προλάβουν να τ' ανοίξουν για τους μεγάλους ορίζοντες...