Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Τα μνημόνια βλάπτουν σοβαρά και τα μνημεία της χώρας

Λάκκος σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου γεμάτος με γλυπτά
 
Συντάκτης: Νίκος Πηγαδάς

Προσηλωμένος μια ζωή, ψυχή τε και σώματι, στην ανάδειξη και προστασία των ελληνικών αρχαιοτήτων. Με σθένος και υψηλό ηθικό ανάστημα μάχεται διαχρονικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Απέναντί του, δυστυχώς, έχει πολιτικούς, επιχειρηματίες-κοράκια, ενίοτε και συναδέλφους του αρχαιολόγους.

Η πολυετής και πολυσχιδής προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό ανταμείφθηκε διττώς:
α. Με την ανάδειξή του ως γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και
β. Με την εκλογή του ως μέλους και μετέπειτα ως γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών.

Για τον καταξιωμένο αρχαιολόγο, αλλά και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα,Βασίλειο Πετράκο ο λόγος.
Από την κορυφή της πολιτισμικής μας πυραμίδας, ο κ. Πετράκος καταθέτει τα ενδιαφέροντα και άκρως αποκαλυπτικά βιώματά του.

Η συζήτηση με τον κ. Πετράκο άρχισε με το πάντα επίκαιρο θέμα της γερμανικής Κατοχής.

Πατήρ Φιλόθεος Φάρος: «Εμείς οι παπάδες έχουμε πολλές νευρώσεις σχετικά με τον ερωτισμό»

Ο Θεός είναι νεκρός. Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί». Με τα λόγια αυτά που καταρχήν ξαφνιάζουν, σοκάρουν, ο 78χρονος ιερέας π. Φιλόθεος Φάρος αποτιμά τη σημερινή σχέση μεγάλης μερίδας πιστών με το Θείο, μια σχέση «καταναλωτική» την οποία όπως υποστηρίζει ενισχύουν με τη στάση ζωής τους πολλοί κληρικοί. Με λόγο τολμηρό, ενίοτε καυστικό αλλά και αυτοκριτικό ο π. Φιλόθεος είναι ο πρώτος ιερέας που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει σωστή την απόφαση για το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» αφού η Πολιτεία απευθύνεται σε πολίτες και όχι σε πιστούς. 

Χαρακτηρίζει «φαρισαίους» και «υποκριτές» ιεράρχες και κληρικούς που έσπευσαν να μιλήσουν για «πορνεία» και «κουσούρια», υποστηρίζοντας ότι όσοι εμφανίζονται αυστηροί στην πραγματικότητα αναζητούν «άλλοθι» για να αποπροσανατολίσουν από δικές τους «αμαρτωλές» πράξεις. Αυτούς μάλιστα θεωρεί υπεύθυνους για το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι καταλήγουν σε ψυχιάτρους φορτωμένοι ενοχικά σύνδρομα. «Μακάρι να ενδιαφερόντουσαν για την ελληνική οικογένεια αλλά αδιαφορούν πλήρως», επισημαίνει. Οσο για εκείνους που βλέπουν μια νέα επίθεση κατά της Εκκλησίας απαντά με νόημα: «Η Εκκλησία του Χριστού δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς εχθρούς». Οι θέσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου, όπως τις αναπτύσσει σήμερα στην «Κ», που θίγουν και το πλαίσιο σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, σίγουρα θα αποτελέσουν αφορμή διαλόγου, αφού πολλοί θα συμφωνήσουν πολλοί θα διαφωνήσουν, άλλοι θα συνυπογράψουν, άλλοι θα θυμώσουν… 

«Η Πολιτεία ορθώς πράττει και προωθεί το Σύμφωνο. Το ερώτημα όμως είναι αν η Ελλάδα είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ή μια θεοκρατία τύπου «Χομεϊνί». Φαίνεται πως σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η Ελλάδα είναι θεοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό πως υποψήφιοι βουλευτές, δήμαρχοι και άλλοι πολιτευόμενοι πριν ξεκινήσουν την προεκλογική τους εκστρατεία πρέπει να περάσουν να φιλήσουν το χέρι του Δεσπότη. Και θα φροντίσουν οι κάμερες να το απαθανατίσουν αυτό, για να τους δουν οι ψηφοφόροι τους γιατί αλλιώς δεν έχουν ελπίδες…», λέει ο π. Φιλόθεος Φάρος. 

«Διαφωνείς με το Μνημόνιο, αλλά έχεις κάτι άλλο να προτείνεις;»


Στις 12 Ιουλίου 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, «ελλείψει καλύτερης εναλλακτικής πρότασης», σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αλλά και πολλούς από τους επικριτές της.

Η διαπραγματευτική ήττα της κυβέρνησης, μια ήττα που μοιραζόμαστε όλοι όσοι τη στηρίξαμε, είναι η ήττα μιας συγκεκριμένης διαπραγματευτικής στρατηγικής, η οποία συνίσταται ακριβώς στην έλλειψη εναλλακτικής. Ο Γ. Βαρουφάκης, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, είχε δηλώσει: «Αν δεν διανοείσαι την ρήξη, δεν μπορείς να διαπραγματευτείς». Ωστόσο, η διαπραγματευτική ομάδα δεν διανοήθηκε τη ρήξη, κάνοντας την πολιτική εκτίμηση πως η ρήξη θα είναι Αρμαγεδδώνας για τη χώρα — μια εκτίμηση για την οποία δεν δόθηκε ποτέ καμία αιτιολόγηση.

Η έλλειψη εναλλακτικής πρότασης από την πλευρά της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή αποτελούσε στρατηγική επιλογή, δεν αντιμετωπίστηκε ως λάθος, ως κάτι για το οποίο θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες. Αντίθετα, η κυβέρνηση, απαντώντας στην «κατηγορία» των αντιπάλων της ότι οδηγεί τη χώρα στη δραχμή, και επιλέγοντας να αγνοήσει εκείνους από τους υποστηρικτές της που είχε προσελκύσει με τη φράση «καμία θυσία για το ευρώ», ισχυρίστηκε –και έπεισε– πως ουδέποτε διανοήθηκε την έξοδο από την ευρωζώνη.

Οι όποιες φωνές ακούστηκαν για την ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης, Plan b, ρήξη με την Ευρωζώνη αντιμετωπίστηκαν με ένα φάσμα αντιδράσεων που ξεκινούσε από την αποδόμηση και τη γελοιοποίηση και έφτανε έως την ποινικοποίηση. Δεν περιλάμβαναν όμως ούτε μία σοβαρή, τεκμηριωμένη απάντηση, αφού εξάλλου και το προηγούμενο διάστημα η συζήτηση για την εναλλακτική πρόταση δεν έγινε ποτέ με τέτοιους όρους. Η πλευρά του «πάση θυσία στο ευρώ» επιδόθηκε σε αφορισμούς και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε στο ίδιο μοτίβο δικαιώνοντας την καθεστωτική προπαγάνδα των προηγούμενων χρόνων.

Γαλλία, Λεπέν και προλεταριάτο

Του Γιάννη Παπαϊωάννου
Η Αριστερά στην Γαλλία (βλέπε Μελανσόν) παραμένει φιλοευρωπαϊκή όπως ήταν καθ’ όλη την προηγούμενη 20ετία. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχει χτυπηθεί το κοινό της από την κρίση και ακόμη ταυτίζει στις αναλύσεις της την ΕΕ με τον διεθνισμό. 
Δεν αντιλαμβάνεται ότι η ΕΕ δεν προχωρά σε διεθνιστική κατεύθυνση γιατί συμφέρει τους λαούς, αλλά γιατί συμφέρει τις τράπεζες και το κεφαλαίο, τις τοπικές αστικές τάξεις και κυρίως το Γερμανικό Ιμπέριουμ. 
Οι λαοί και το δυνητικό προλεταριάτο σέρνονται σε τετελεσμένα και αποφάσεις που δεν γνωρίζουν. Σέρνονται σε λιτότητα, υπόκεινται σε εκβιασμούς και παρεμβάσεις από το ευρωπαϊκό κέντρο. Όμως, όποτε τους δοθεί η ευκαιρία δηλώνουν την διαφωνία τους με την ΕΕ. 

Σήμερα στην Γαλλία βλέπουμε την εκλογική επιδοκιμασία της Γαλλικής ακροδεξιάς που δηλώνει την αντίθεση προς την ΕΕ και με αυτή την θέση κινείται ταχύτατα προς πλήρη εκλογική επικράτηση. 
Αυτό ευτυχώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα γιατί εδώ υπάρχει ένας διάχυτος ευρωσκεπτικιστικός λόγος που εκφέρεται μέσω ενός ευρύτερου φάσματος πολιτικών κόμματων και προσωπικοτήτων. 
Νομίζω όμως ότι το πολιτικό σκηνικό του μέλλοντος πανευρωπαϊκά, θα διαμορφωθεί σε σχέση με την ΕΕ. Όλα τα κόμματα θα τοποθετηθούν ανάλογα το ποσό φιλικά ή εχθρικά θα είναι προς την ΕΕ και τις δομές της. Το πόσο Ευρώπη θέλουμε θα μπει ως κεντρικό ερώτημα σε κάθε πολιτικό σύστημα εντός της ΕΕ. Επιβάλλεται, λοιπόν, να μην αφήσουμε τον ευρωσκεπτικισμό στην ακροδεξιά ώστε να προλάβουμε την αναβίωση του φασισμού. 
Προλεταριάτο.