Χθες το βράδυ πετάχτηκα και πάλι μούσκεμα στον ιδρώτα από το κρεβάτι μου. Αυτή τη φορά ήταν η εικόνα του γιου μου η αιτία...
Τον είδα μπροστά μου να κοιμάται μέσα σ' ένα χαρτόκουτο, πάνω στο γυμνό και λασπωμένο χώμα. Ήταν και πάλι μωρό, λίγων μηνών, μπορεί και εβδομάδων...
Έκανε κρύο, πολύ κρύο. Κι είχε υγρασία. Τόση υγρασία που η ψυχή μου μούσκευε μέχρι το μεδούλι.
Η σύντροφος μου έκλαιγε λιγάκι πιο πέρα. Ένιωθε αδύναμη, ανίκανη να δώσει τα απαραίτητα για να ζήσει το μωρό μας. Μέρες τώρα κάθεται αμίλητη, με το βλέμμα της γυάλινο να ατενίζει για ώρες ολόκληρες το άπειρο.
Ο μικρός μόλις είχε σταματήσει το κλάμα κι είχε κλείσει αποκαμωμένος τα ματάκια του. Πεινούσε. Και κρύωνε. Και φοβόταν.
Γύρω μας είχε μια ησυχία που έμοιαζε σα να 'χε βγει απ' τον χειρότερο εφιάλτη μου. Κάπως έτσι πρέπει να είναι όταν έχεις πεθάνει...
Που και που μονάχα ακουγόταν τα κλάματα ενός παιδιού.
Και το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα...