Στις τρεις εβδομάδες της διακυβέρνησής του, το πρώτο φορολογικό δώρο Μητσοτάκη στους έχοντες ήταν η θεαματική μείωση του ΕΝΦΙΑ στην μεγάλη ακίνητη περιουσία. Η κυβέρνηση διέγραψε την στοχευμένη και κλιμακωτή μείωση του ΕΝΦΙΑ που είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και την… ξαναψήφισε απλώς και μόνον για να εξισώσει την ακίνητη περιουσία των 80.000 ευρώ με εκείνη του 1.000.000 ευρώ (καθότι αμφότερες έχουν πλέον σχεδόν ίδιο ποσοστό έκπτωσης φόρου), και να προσθέσει, με αυτή την κίνηση, στον τρέχοντα προϋπολογισμό ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης του 250 εκατομμυρίων ευρώ. Κάπως έτσι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε πως ακριβώς εννοεί τις φοροελαφρύνσεις υπέρ της «μεσαίας τάξης» - της μοναδικής μάλλον… μεσαίας τάξης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό στερέωμα που διαθέτει ακίνητα αντικειμενικής αξίας εκατομμυρίων ευρώ.
Το δεύτερο δώρο ήταν η απόφαση για μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% στο 24% από τα εισοδήματα του τρέχοντος κιόλας έτους (2019) και όχι από το 2020 όπως θα ισχύσει – εάν τελικά νομοθετηθεί και ισχύσει – η μείωση του χαμηλού φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα από το 20% στο 9%.
Και το τρίτο δώρο πιθανώς να είναι η «σταδιακή» κατάργηση των φορολογικών τεκμηρίων που προανήγγειλε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας.
«Θα υπάρχει πρόνοια», είπε ο κ. Πέτσας στον ΣΚΑΙ, «για σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων, εφόσον προωθούμε τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου. Και εμείς έχουμε στον πυρήνα του σχεδιασμού μας την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Τα τεκμήρια σταδιακά θα φύγουν. Αυτό φέρνει και μια ευθύνη. Όταν φεύγει το αντικειμενικό κριτήριο, θα πρέπει να δούμε τα εισοδήματα να ανταποκρίνονται στα πραγματικά. Μειώνουμε τους φορολογικούς συντελεστές για να δώσουμε κίνητρο στους πολίτες να δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα».