Γκέοργκ Χέγκελ 1770–1831
Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο
§1
Όλοι ή σχεδόν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν –και αναλόγως μοχθούν– να αντιμετωπίζουν τα πράγματα της ζωής με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, στην καθημερινή μας –θεωρητική και πρακτική– συμπεριφορά είμαστε ήδη οικειωμένοι σχετικά με το «συγκεκριμένο» και το «αφηρημένο». «Συγκεκριμένο», ας πούμε, είναι ό,τι συζητάμε εδώ και τώρα ή ό,τι βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε κ.λπ., γενικώς ό,τι προσλαμβάνουμε δια της τρέχουσας κουβέντας και δια των αισθήσεων. Σε ένα παρόμοιο περίπου περιβάλλον της καθημερινής γλώσσας, αίσθησης και σκέψης τοποθετείται και το αφηρημένο. Αυτή η συνηθισμένη χρήση των δύο εννοιών άλλοτε συμπίπτει με ό,τι αποδεικνύει η ίδια η πράξη ως συγκεκριμένο ή αφηρημένο, άλλοτε όχι. Απέναντι στην τρέχουσα αντίληψη για τις εν λόγω έννοιες, η φιλοσοφία ορθώνει τις δικές της διερευνήσεις γύρω από το αφηρημένο και το συγκεκριμένο. Μια πρώτη διερεύνηση μας λέει πως το «αφηρημένο» και το «συγκεκριμένο», ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική θεωρία ή κατεύθυνση, αποτελούν δομικά στοιχεία της φιλοσοφικής σύλληψης ως τέτοιας, δηλαδή της βαθύτερης περίσκεψης του ανθρώπου. Μια δεύτερη διαπιστώνει πως το αυθεντικό συγκεκριμένο χωρεί πέρα και πάνω από το κοινώς αποδεκτό ως συγκεκριμένο. Τι έχει να μας πει ο Χέγκελ επ’ αυτού; Από άποψη γενικής αρχής, η φιλοσοφική του γλώσσα οικοδομεί όλα τα νοηματικά και δια-νοηματικά της σύνολα πάνω στα θεμέλια της διαλεκτικής αφηρημένου και συγκεκριμένου. Το συγκεκριμένο, στην εγελιανή του σύλληψη, είναι η έννοια και όχι το αισθητό, όχι το κατ’ αίσθηση, το άμεσα δεδομένο, το εύρημα της αισθητηριακής εμπειρίας.
§2