τoυ Ματίας Ρεϊμόν*
Aφήστε την αγορά να διαχειριστεί τις δημόσιες επιχειρήσεις! Από τη δεκαετία του 1980 το τροπάριο αυτό κατευθύνει τις ασκούμενες πολιτικές ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Η εκμετάλλευση κάθε είδους επιχείρησης κοινής ωφέλειας πέρασε στον ιδιωτικό τομέα επιτρέποντας τη συσσώρευση μεγάλων κερδών, βασισμένων στη σίγουρη απόδοση, στερώντας ταυτόχρονα πολύτιμους πόρους από καθετί συλλογικό.
Υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν την πανάκεια. Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδικοί και οι πολιτικοί το είχαν ήδη πει τη δεκαετία του 1980 και του 1990: το άνοιγμα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον ανταγωνισμό και οι ιδιωτικοποιήσεις που θα συνόδευαν το εγχείρημα θα επέτρεπαν στους χρήστες τους να επωφεληθούν από τις φθηνότερες τιμές, στις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και στο κοινωνικό σύνολο να αποκτήσει μεγαλύτερο πλούτο. Τρεις δεκαετίες αργότερα ο απολογισμός είναι πενιχρός: οι ιδιωτικοποιήσεις επέτρεψαν κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα να αγοράσει φθηνά τις μετοχές των εταιρειών που είχαν διασωθεί με δημόσιο χρήμα1 και ο ξέφρενος ανταγωνισμός προκάλεσε νέα συλλογικά κόστη.
Ιστορικά, τα δεδομένα της οικονομίας δεν συνηγορούσαν υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις επέτρεψαν τη διόρθωση των σφαλμάτων της αγοράς, την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, την εξασφάλιση της παροχής υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος και, κυρίως, έδωσαν τον τόνο στην οικονομική και τη βιομηχανική πολιτική της Γαλλίας.
Αντλώντας έμπνευση από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο μιμούμενη το Ηνωμένο Βασίλειο της Μάργκαρετ Θάτσερ (1979-1990) και τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέιγκαν (1981-1989), η Γαλλία δρομολόγησε προγράμματα μείωσης των δαπανών και ανοίγματος του κεφαλαίου των δημόσιων επιχειρήσεων. Με την πώληση των «ασημικών της οικογένειας», οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν μερικούς από τους ισχυρότερους μοχλούς οικονομικής παρέμβασης που διέθεταν.