Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Μελίνα Μερκούρη 1920 – 1994


Μελίνα Μερκούρη

Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) ήταν ηθοποιός και πολιτικός. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη.

Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) κι έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.

Το 1965 παντρεύτηκε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).

Μαρίνος Αντύπας - Κιλελέρ 1906-1910


Στις 6 Μαρτίου του 1910, ξέσπασαν τα αιματηρά επεισόδια στο χωριό Κιλελέρ, που εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις της Θεσσαλίας και αποτέλεσαν την κορυφαία εξέγερση της ελληνικής αγροτιάς ενάντια στην εκμετάλλευση των τσιφλικάδων. 

Κιλελέρ: Η εξέγερση της αγροτιάς

Στις 6 Μαρτίου του 1910, ξέσπασαν τα αιματηρά επεισόδια στο χωριό Κιλελέρ, που εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις της Θεσσαλίας και αποτέλεσαν την κορυφαία εξέγερση της ελληνικής αγροτιάς ενάντια στην εκμετάλλευση των τσιφλικάδων. Μία εξέγερση που προκάλεσε τη συμπάθεια όλου του λαού και οδήγησε σταδιακά στη λύση του αγροτικού ζητήματος.

Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία ξεκίνησε με την ένταξή της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την εκβιομηχάνιση της χώρας, επομένως ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την προσάρτηση της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας.

Επί Τουρκοκρατίας οι κολίγοι της Θεσσαλίας είχαν τη νομή της γης που καλλιεργούσαν, των οικιών και τον βοσκότοπων και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτή, ενώ σε αντάλλαγμα οι τσιφλικάδες είχαν δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων.

Εν όψει της προσάρτησης, οι Τούρκοι φεουδάρχες πούλησαν τις εκτάσεις σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι δυνάστες. Σε αντίθεση με το οθωμανικό, το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους στερούσε από τις καλλιεργητικές συμβάσεις τον ισόβιο και κληρονομικό χαρακτήρα τους και επέτρεπε τον εκδίωξή των αγροτών.