Ο γνωστός που διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, μου ξεκαθάρισε εξαρχής «Αν αυτή η ιστορία αξίζει να διασωθεί και να αναγνωσθεί απ’ όσον το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, δεν είναι για λόγους ματαιοδοξίας. Η απόφαση, έστω κι έπειτα από 23 ολόκληρα χρόνια, που με οδηγεί στη διήγησή της, είναι για να καταδειχτεί πως πολλοί απ’ τους ανθρώπους που η κοινωνία θεωρεί απόβλητους και τους οδηγεί στο περιθώριο, κάποιες φορές κατέχουν την σπάνια αρετή του φιλότιμου, το οποίο δυστυχώς απουσιάζει από πολλούς που θεωρούν την οικονομική ευρωστία συνώνυμη του ήθους. Επειδή, όμως τέτοιες ιδιότητες που ανυψώνουν την ανθρώπινη υπόσταση, κρίνονται με πράξεις περισσότερο παρά με λόγια, δράττομαι της ευκαιρίας να σου διηγηθώ μια περιπέτεια που το βάρος της έλαχε να πέσει στους ώμους μου, μόλις είχα κλείσει τα είκοσι μου χρόνια κι έκτοτε άλλαξε την οπτική γωνία που έβλεπα πολλά πράγματα».
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΑΥΤΟΥΣΙΑ, ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ. ΦΥΣΙΚΑ, ΣΕΒΟΜΑΙ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΓΙΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ ΤΟΥ
«Το τηλέφωνο της πατρικής μου οικείας χτύπησε περίπου στις δέκα το πρωί. Έτυχε να απαντήσω εγώ και μια σοβαρή αντρική φωνή, ζητούσε να μιλήσει μαζί μου, με ένα τόνο επισημότητας που τίποτα καλό δεν προοικονομούσε. Πραγματικά, μετά τα πρώτα αμήχανα δευτερόλεπτα που χρειάστηκα για να καταλάβω με ποιον μιλούσα, συνειδητοποίησα πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποτελούσε, κατά κάποιο ανορθόδοξο τρόπο, εργοδότη ενός κοινού γνωστού μας. Ο τύπος με τον οποίο συνδιαλεγόμουν τηλεφωνικά, ήξερα πως είχε κάποιες επιχειρήσεις βίντεο κλαμπ που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε άνθηση. Όσες ταινίες δεύτερης και τρίτης διαλογής δεν είχαν κίνηση στα μαγαζιά του, τις έδινε στον κοινό γνωστό μας, ώστε να τις πουλάει στο πάγκο που διατηρούσε στο μοναστηράκι (αν και γνώριζε πως ο πάγκος δεν είχε άδεια), κατακρατώντας ως ιδιοκτήτης το μεγαλύτερο ποσοστό φυσικά.