Του Κώστα Μαμελη
Μεγάλο Σάββατο, απόγεμα, χωρίς ασετιλίνη, την Αριστοτέλους που περνάς, δεν θυμάσαι τη Κουμιώτη, με «τις φλούδες μανταρίνι» που τραγούδησες, κάποτε.
Τώρα τρέχεις με το turbo, άλλα «φτηνά εγκόσμια» σ΄ απασχολούν. Όλα τα προσπερνάς με κυνισμό και ταχύτητα.
Όμως, γωνία Αγίας Σοφίας, δίπλα στη νεραντζιά που μοσχομυρίζει, ο δωδεκάχρονος (;) Ζουλφικάρ, ήδη μπροστά την πραμάτεια του. Τα κεριά. Της «Ανάστασης», του 'παν.
Στο τραπεζάκι, τακτοποιημένα. Κατά χρώματα, μέγεθος, τιμή.
Ο ήλιος έπεσε, το μούχρωμα της δύσης σκοτεινιάζει. Κι αυτός, έτοιμος για πωλήσεις. «Λαμπάδες, καλές λαμπάδες» διαφήμιζε. «Πάρτε σας παρακαλώ από μένα», ικέτευε.
Μεγάλο Σάββατο, απόγεμα, χωρίς ασετιλίνη, την Αριστοτέλους που περνάς, δεν θυμάσαι τη Κουμιώτη, με «τις φλούδες μανταρίνι» που τραγούδησες, κάποτε.
Τώρα τρέχεις με το turbo, άλλα «φτηνά εγκόσμια» σ΄ απασχολούν. Όλα τα προσπερνάς με κυνισμό και ταχύτητα.
Όμως, γωνία Αγίας Σοφίας, δίπλα στη νεραντζιά που μοσχομυρίζει, ο δωδεκάχρονος (;) Ζουλφικάρ, ήδη μπροστά την πραμάτεια του. Τα κεριά. Της «Ανάστασης», του 'παν.
Στο τραπεζάκι, τακτοποιημένα. Κατά χρώματα, μέγεθος, τιμή.
Ο ήλιος έπεσε, το μούχρωμα της δύσης σκοτεινιάζει. Κι αυτός, έτοιμος για πωλήσεις. «Λαμπάδες, καλές λαμπάδες» διαφήμιζε. «Πάρτε σας παρακαλώ από μένα», ικέτευε.