Μια υποσημείωση και μια παρόρμηση
Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν ένας τύπος που κάπνιζε πίπα και φορούσε σκουρόχρωμα γυαλιά. Που έγραφε πολύ και δεν ήταν φλύαρος, που μιλούσε πολύ και δεν ήταν φαφλατάς. Που είχε λεπτό και διατρητικό χιούμορ και ταυτόχρονα άφηνε σύξυλο το σύστημα ολάκερο με την αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και την πολιτική του σοβαρότητα. Το επάγγελμά του ήταν κριτικός κινηματογράφου και ασφαλώς γι’ αυτό δεν διαφήμιζε κινηματογραφικά προϊόντα. Έγραφε όλη του τη ζωή για σινεμά, έκανε παρέα με τους ανθρώπους του σινεμά, υπερασπίστηκε όσο λίγοι το σινεμά. Πήρε μέρος στην ίδρυση και την αρχισυνταξία δυο εκ των πρώτων σημαντικών θεωρητικών κινηματογραφικών περιοδικών της χώρας και τα χρησιμοποίησε σαν δούρειο ίππο για να μιλήσει για όλον τον σύγχρονο πολιτισμό, ελληνικό και ξένο, καλλιτεχνικό και θεαματικό. Ήταν ένας ακόμα πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Κι υπό αυτή την ιδιότητα, διαβάστηκε πολύ, ακούστηκε πολύ και ακόμη πιο πολύ πολλοί θεώρησαν ότι μπορούν να του μοιάσουν. Ωστόσο κάτι λείπει από την εξίσωση όσων θέλουνε να τον μιμηθούν. Ό,τι και να έλεγε, όπως και να δρούσε, με ό,τι και να ασχολήθηκε, αυτό που έκανε, σε τελική ανάλυση, είναι να διοχετεύει στο κοινό τη μαρξιστική του ένταξη. Η πολιτική θέση ασφαλώς και δεν αποτελεί κάποιο κίνητρο μιμητισμού. Είναι αυτό που είναι. Θέση με πολιτικές συνέπειες.
Δεν θα μιλήσω για τον Ραφαηλίδη σαν να τον γνώρισα. Θα σημειώσω δυο τρία πράγματα για κάποια ζητήματα που συμβαίνουν γύρω μας, και γύρω από τον κινηματογράφο, θεωρώντας πως ο Ραφαηλίδης θα επικουρούσε κάπως κι αυτός και θα στοχαζόταν με στόχο να συνεχίζει να δημιουργεί ρωγμές.
Ο γραπτός λόγος για τον κινηματογράφο βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μπήκε στα πανεπιστήμια. Ενσωματώθηκε στις πολιτισμικές σπουδές. Ενεργοποίησε ό,τι θετικό αλλά και αρνητικό μπορεί να σημαίνει αυτή η εξέλιξη. Η πιο λαϊκή τέχνη, με την έννοια της μάζας των ανθρώπων η οποία τον παρακολουθεί, αλλά και η πιο βιομηχανική ταυτόχρονα, με την έννοια των λίγων που κερδοφορούν και συνεχίζουν όπως πάντοτε να σχεδιάζουν για το πώς θα συμβεί αυτό, συχνά αντιμετωπίζεται σαν ένα ιδιόμορφο, ιδιαίτερο και κυρίως αποκομμένο από την πραγματική ζωή αντικείμενο έρευνας. Ενώ ο κινηματογράφος δίνει τη δυνατότητα για μια πολλαπλή και δημοκρατική, καθώς όλοι τον προσεγγίζουν, ερμηνεία του, ενώ μπορεί να γίνει αφορμή και εργαλείο για μια εις βάθος συζήτηση σε ένα σύνολο, κοινωνικής υφής, ζητημάτων, συνεχίζει, ειδικότερα σήμερα, να λείπει η βασική μέθοδος ανάγνωσής του, μέθοδος άλλωστε που λείπει από κάθε τι που εφάπτεται εγγενώς με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Με άλλα λόγια είναι εμφανές πως η διαλεκτική σύνθεση των πραγμάτων έχει αδυνατίσει ορατά. Κι αυτό συμβαίνει ενώ ο κινηματογράφος, ως αφηγηματική φύση, αποτελεί την επιτομή της διαλεκτικής μεθόδου.