Μια υποσημείωση και μια παρόρμηση
Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν ένας τύπος που κάπνιζε πίπα και φορούσε σκουρόχρωμα γυαλιά. Που έγραφε πολύ και δεν ήταν φλύαρος, που μιλούσε πολύ και δεν ήταν φαφλατάς. Που είχε λεπτό και διατρητικό χιούμορ και ταυτόχρονα άφηνε σύξυλο το σύστημα ολάκερο με την αδιαμφισβήτητη ευρυμάθεια και την πολιτική του σοβαρότητα. Το επάγγελμά του ήταν κριτικός κινηματογράφου και ασφαλώς γι’ αυτό δεν διαφήμιζε κινηματογραφικά προϊόντα. Έγραφε όλη του τη ζωή για σινεμά, έκανε παρέα με τους ανθρώπους του σινεμά, υπερασπίστηκε όσο λίγοι το σινεμά. Πήρε μέρος στην ίδρυση και την αρχισυνταξία δυο εκ των πρώτων σημαντικών θεωρητικών κινηματογραφικών περιοδικών της χώρας και τα χρησιμοποίησε σαν δούρειο ίππο για να μιλήσει για όλον τον σύγχρονο πολιτισμό, ελληνικό και ξένο, καλλιτεχνικό και θεαματικό. Ήταν ένας ακόμα πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Κι υπό αυτή την ιδιότητα, διαβάστηκε πολύ, ακούστηκε πολύ και ακόμη πιο πολύ πολλοί θεώρησαν ότι μπορούν να του μοιάσουν. Ωστόσο κάτι λείπει από την εξίσωση όσων θέλουνε να τον μιμηθούν. Ό,τι και να έλεγε, όπως και να δρούσε, με ό,τι και να ασχολήθηκε, αυτό που έκανε, σε τελική ανάλυση, είναι να διοχετεύει στο κοινό τη μαρξιστική του ένταξη. Η πολιτική θέση ασφαλώς και δεν αποτελεί κάποιο κίνητρο μιμητισμού. Είναι αυτό που είναι. Θέση με πολιτικές συνέπειες.
Δεν θα μιλήσω για τον Ραφαηλίδη σαν να τον γνώρισα. Θα σημειώσω δυο τρία πράγματα για κάποια ζητήματα που συμβαίνουν γύρω μας, και γύρω από τον κινηματογράφο, θεωρώντας πως ο Ραφαηλίδης θα επικουρούσε κάπως κι αυτός και θα στοχαζόταν με στόχο να συνεχίζει να δημιουργεί ρωγμές.
Ο γραπτός λόγος για τον κινηματογράφο βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μπήκε στα πανεπιστήμια. Ενσωματώθηκε στις πολιτισμικές σπουδές. Ενεργοποίησε ό,τι θετικό αλλά και αρνητικό μπορεί να σημαίνει αυτή η εξέλιξη. Η πιο λαϊκή τέχνη, με την έννοια της μάζας των ανθρώπων η οποία τον παρακολουθεί, αλλά και η πιο βιομηχανική ταυτόχρονα, με την έννοια των λίγων που κερδοφορούν και συνεχίζουν όπως πάντοτε να σχεδιάζουν για το πώς θα συμβεί αυτό, συχνά αντιμετωπίζεται σαν ένα ιδιόμορφο, ιδιαίτερο και κυρίως αποκομμένο από την πραγματική ζωή αντικείμενο έρευνας. Ενώ ο κινηματογράφος δίνει τη δυνατότητα για μια πολλαπλή και δημοκρατική, καθώς όλοι τον προσεγγίζουν, ερμηνεία του, ενώ μπορεί να γίνει αφορμή και εργαλείο για μια εις βάθος συζήτηση σε ένα σύνολο, κοινωνικής υφής, ζητημάτων, συνεχίζει, ειδικότερα σήμερα, να λείπει η βασική μέθοδος ανάγνωσής του, μέθοδος άλλωστε που λείπει από κάθε τι που εφάπτεται εγγενώς με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Με άλλα λόγια είναι εμφανές πως η διαλεκτική σύνθεση των πραγμάτων έχει αδυνατίσει ορατά. Κι αυτό συμβαίνει ενώ ο κινηματογράφος, ως αφηγηματική φύση, αποτελεί την επιτομή της διαλεκτικής μεθόδου.
Πολλοί εκ των όσων ασχολούνται με το σινεμά σήμερα βρίσκονται συχνά υπό θεσμική πλαισίωση ή εργοδοτική νουθεσία. Μια τέτοια συνθήκη δυσκολεύει, εκ των πραγμάτων, την παραγωγή ειλικρινούς προσωπικής γνώμης, και ακόμη περισσότερο αυτό που είναι αναγκαίο σε καιρούς αλλοτρίωσης: ενός πολιτικού και αισθητικού προτάγματος. Στις μέρες μας, το θηρίο της «αντικειμενικής» εγκυρότητας και του βάναυσου «καλοθελητισμού», εφόσον δεν κυριαρχεί πρωτίστως η αδιαφορία, υπερβαίνει κάθε άλλη πρόθεση. Δεν μοιάζει αδόκιμο το συμπέρασμα πως ο εκδημοκρατισμός της γνώσης, τελικά, αποτελεί απλώς μια ποσοτική ψευδαίσθηση. Κάτι το φαινομενικό. Αντί για εκδημοκρατισμό έχουμε περισσότερο μια εκμαζοποίηση του κυρίαρχου λόγου, μια διάσταση από την κοινωνική ζωή, μια διοχέτευσή του μέσα από περισσότερα κανάλια.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, λοιπόν, θα ένιωθε ασφυξία και στο σήμερα. Στην εποχή του, κι ενώ υπήρχε το τεράστιο εμπόδιο της κρατικής λογοκρισίας και του κινηματογραφικού αναλφαβητισμού, αυτός κατάφερνε να παίρνει, και κυρίως να δίνει, αέρα. Στο παρόν, που αυτά τα δύο μοιάζουν να μην κατέχουν εκείνη την πρότερη «αίγλη» τους, που μοιάζουν παντελώς άχρηστα για το σύστημα καθώς έχουν αντικατασταθεί από τη μεταμοντέρνα αοριστία, συνθήκη που ενώ εμφανίζεται πιο αόρατα λειτουργεί πιο δυναμικά στον δημόσιο ιστό, προκαλείται μια εφάμιλλη ασφυξία, νέα και εκσυγχρονισμένη. Ας μην κοροϊδευόμαστε: Αμφισβητώντας, σαν άλλοτε, την ανάγκη ριζοσπαστικοποίησης και τη διάθεση ανατροπής, όσους νεολογισμούς και να επιστρατεύσουμε για να δικαιολογούμε και να προσδίδουμε υπόσταση εν είδει hype στη φλυαρία, μάλλον συντηρητικά οπισθοδρομικοί θα παραμένουμε. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, για παράδειγμα, μας θυμίζει μια ωμή, και ίσως κάπως παράδοξη, αλήθεια που συνόψισε στον ακόλουθο στίχο: «Έτσι το παλιό έκανε την εμφάνισή του σε νέο μασκαρεμένο, μα έφερε το νέο μαζί του στη θριαμβευτική του κατοχή να το παρουσιάσει σαν παλιό». Διακρίνω, με άλλα λόγια, έναν ιδεολογικό παροπλισμό που έχει πέσει σαν μπετό επί παντός επιστητού την ίδια στιγμή που οι κριτικές γνώμες εξοπλίζονται για να ερμηνεύσουν τις πιο ιδεολογικά φορτισμένες έννοιες. Μοιάζει περισσότερο με άλλοθι για να μην επιφορτιζόμαστε με μια συνθηκολόγηση στο πεδίο των ιδεών. Ωστόσο ένα είναι καθαρό: Η απελευθέρωση της σκέψης δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια της μεθοδολογικής εγκράτειας και ανελευθερίας και της συστημικής επικύρωσής της. Ή να το πούμε αλλιώς. Αν στην κηδεία του Μαρξ βρέθηκαν απειροελάχιστοι, η κάθε συστημική και συστηματική προσπάθεια για κηδεία του μαρξισμού κατέληγε και θα καταλήγει πάντοτε σε φιάσκο. Ακριβώς διότι η όποια θεώρηση της πραγματικότητας είναι αδιανόητο να κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της.
Στη μοντερνιστική σκέψη που μας κληρονόμησε ο 20ός αιώνας, σε πλήρη αντίθεση με τη μεταμοντέρνα, το ενιαίο της γνώσης είναι αδιαπραγμάτευτο. Δίχως την εστίαση στις μεθόδους και τους σκοπούς που η ανθρώπινη γνώση έχει θέσει μέσα στη σύνολη πορεία της, δεν μας δίνεται η δυνατότητα, αφενός να κατανοήσουμε τις σύγχρονες στροφές που προκύπτουν από τις εκάστοτε αντικειμενικές ανάγκες, μήτε μπορούμε να θέσουμε τα νέα όρια στα οποία θέλουμε να φτάσουμε, στις νέες τομές τις οποίες προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε. Όσον αφορά τον κινηματογράφο, αν αποκόψουμε αυτή τη νεωτερική τέχνη, τεχνική και βιομηχανία από το σύνολο της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, από το σύνολο της εξέλιξης των τεχνών, από το σύνολο των αναπαραστατικών θεαμάτων, αφηγημάτων, μύθων και θρύλων και το σύνολο των αισθητικών εξελίξεων μέσα στους αιώνες, δεν θα μπορούμε να ερμηνεύσουμε απολύτως τίποτε. Αν τον αυτονομήσουμε από το σύνολο των ανθρώπινων ενεργειών και δυνατοτήτων δεν θα καταφέρουμε να εκφράσουμε τίποτε το συγκεκριμένο ή το ουσιαστικό. Ο Ραφαηλίδης το παραπάνω συμπέρασμα το συνόψισε πάρα πολύ επιτυχημένα: «Αν ξέρεις μονάχα σινεμά, δεν ξέρεις τίποτα από σινεμά». Ως κριτικός της τέχνης αυτής προσπάθησε διαμέσου της συνολικής διαλεκτικής κοσμοθεώρησής του, αφενός να δώσει μια ερμηνεία του εκάστοτε έργου, αφετέρου να διοχετεύσει τις αντιλήψεις του για τη ζωή ως ενιαία στάση, επικυρωμένες εκ νέου από τα έργα τα οποία του δίνανε αυτή τη δυνατότητα. Η αλήθεια είναι πως σύσσωμη η «κριτική» αυτό κάνει, ωστόσο ο Ραφαηλίδης δεν έκρυψε ποτέ αυτή του τη στόχευση, δεν έκρυψε ποιες ακριβώς είναι οι αντιλήψεις του, όσο τις έκανε σημαία του. Και καλώς. Η έννοια της αντικειμενικότητας στην κριτική ερμηνεία αποτελεί άλλοθι για τους δειλούς.
Ο Ραφαηλίδης, όσο από τα γραφτά του τον γνωρίσαμε και συνεχίζουμε να τον γνωρίζουμε, είχε το θάρρος και την ανάλογη οξυδέρκεια να αναμετρηθεί στα ίσα με το τι παράγεται, τι προτείνεται, τι είναι έτοιμο προς κατανάλωση και τι πρέπει να γίνει σε σχέση με τα παραπάνω. Ψύχραιμος; Παρορμητικός; Κριτική έκανε πάντοτε όπως ήθελε και όπως εκτιμούσε και αυτοκριτική όταν χρειάστηκε. Σαφώς δεν βρέθηκε αμέτοχος στην παγκόσμια θεωρητική αρένα, όσο με τη σειρά του ενεργοποίησε στη χώρα μας τις υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκές αμφισβητήσεις που προοδευτικά επικυρώνονταν παγκοσμίως. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης αποτελεί, λοιπόν, σημείο αναφοράς στον κριτικό στοχασμό ακριβώς λόγω της σημασίας που έδινε στη διαλεύκανση αλλά και αντιμετώπιση των κυρίαρχων, συστημικών και των ευρέως αποδεκτών αισθητικών ζητημάτων, ενώ η βαρύτητα που χάριζε στον γραπτό λόγο του πρόκρινε επιτυχώς το αδυνάτισμά τους. Η όποια «αδιαλλαξία» του στις θέσεις του, καθώς γνώμη ισχυρή, δεν ήταν απλώς προσωπική ιδιοσυγκρασία. Αποτελούσε συνειδητή πολιτική πρακτική. Το τέλος των ιδεολογιών δεν ήρθε ούτε γι’ αυτόν, ούτε για πολλούς άλλους όσο κι αν φοβούμενοι τις όποιες συνέπειες αυτολογοκρίνουμε συνειδητά τις ιδεολογικές αναφορές και δυνατότητές μας.
Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος
και η συγκεκριμενοποίηση μιας επιδραστικότατης κουλτούρας
Τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνεται ένα γνωσιακό και βαθιά προβληματικό κοινωνικό ζήτημα που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις σε όλον τον 21ο αιώνα: Ο τρόπος που επιλέγουμε, τα κριτήρια που έχουμε, τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε, η μέθοδος που επιστρατεύουμε και ο στόχος που προσδοκάμε είναι στην πραγματικότητα ένα πυκνό, αδιάτρητο πλέγμα, μια ενιαία κοσμοαντίληψη και με βάση αυτή συμπεραίνουμε, στη βάση αυτή υπάρχουμε και πράττουμε. Παρά τα φαινόμενα και τα νεφελώματα, παρά τις συνειδητές αποκρύψεις και εξαπατήσεις, και παρά φυσικά τις όποιες διακυμάνσεις, υπάρχει αυτό το ενιαίο σύνολο, ένας βασικός πυρήνας στις ιδέες των ανθρώπων, που κανείς δεν μπορεί να τους ξεφύγει από το να γίνουν κάποια στιγμή ορατές σε όλους: βλέπουμε, κατανοούμε, προσεγγίζουμε, βιώνουμε τον κόσμο ενιαία και ενιαία κρινόμαστε σε τελική ανάλυση, αν θέλουμε ή δεν θέλουμε να βρούμε τον δρόμο για να τον αλλάξουμε. Είναι γεγονός, επίσης, όπως προαναφέραμε, πως έχουμε συντριπτικά κι ανηλεώς χτυπηθεί εδώ και δεκαετίες, τουλάχιστον, από την επίδραση μιας σκληρής συντηρητικής κουλτούρας που ούτε καν μπορούμε να διανοηθούμε πόσο έχει πλαισιώσει τις όποιες ιδέες μας. Αν και τα πολιτικά γεγονότα δύνανται πιο συχνά και πολύ πιο διάφανα να αποδεικνύουν την κοινωνική δυστυχία, την «παγιωμένη, ασφυκτική ατμόσφαιρα απελπισίας, κατάθλιψης και δυσαρέσκειας», όπως έλεγε η Simone Weil, τα αισθητικά γεγονότα αντιθέτως, όπως το σινεμά, αποδεικνύουν ενίοτε πιο εμφανώς μια διευρυμένη και ριζωμένη απελπισία στη συνείδηση, απελπισία που αδυνατίζει επιπροσθέτως κάθε προσπάθεια αντίστασης στο πεδίο των ιδεών.
Στις μέρες μας, μια σωρεία, επίσημου ή και όχι, κριτικού δημόσιου λόγου –βίαιου στη μορφή και επιβλητικά, σχεδόν αποκρουστικά χουλιγκανικού και διθυραμβικού στο περιεχόμενο– προετοιμάζει συχνά μια κανιβαλική αρένα επίδειξης γνωσιακής κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης, τρομακτικά ελιτίστικης, κοσμοαντίληψης, ενίοτε σε ρόλο αισθητικού vigilante. Στόχος της, όπως πάντα, η πλήρης αυτονόμηση της αισθητικής από την κοινωνική ζωή. Όπως και σε όλον τον 20ό αιώνα, και ενάντια στην πρόοδό του, εξήρε την εξουσιαστική νοοτροπία της βρίσκοντας γόνιμο το πεδίο ώστε με επιθετικότητα να βάλλει ενάντια στη διαλεκτική και συνθετική θεώρηση επί των πραγμάτων.
Η υπεροψία και η ασυγκράτητη σιγουριά της παντοδυναμίας του φιλελεύθερου, δεξιού και συντηρητικού μεταμοντερνισμού, δηλαδή η κυρίαρχη μορφή παραγωγής και επιβολής ιδεολογίας σε μαζική κλίμακα στον σύγχρονο καπιταλισμό, που επιβεβαιώνεται σχεδόν απογοητευτικά στην παραπάνω αρένα, δηλαδή μέσα στα social media και έξω στην κοινωνική πραγματικότητα, αποδεικνύει σαφώς την τεράστια ικανότητά του στο να χειραγωγεί αντιλήψεις. Ταυτόχρονα όμως και την παρακμή και το επερχόμενο τέλος του. Κι αυτό προκύπτει ακριβώς λόγω του κορεσμού που επιδείχνει στη δημιουργία και επιβολή ενός πολωτικού κλίματος σε διευρυμένο κοινό, δίχως καμιά ψυχραιμία. Ο άκρατος κορεσμός στον τρόπο και στην ποσότητα χρήσης των εργαλείων του υπογραμμίζει και επικυρώνει την πλήρη ιδεολογική χρεωκοπία του. Είναι γνωστό πως σε κάθε χρεωκοπία συλλογισμών, ιδεών, ιδεοληψιών, ιδεολογημάτων (όπως και σε κάθε οικονομική χρεωκοπία) γίνονται κινήσεις αδέξιες και άτσαλες που ξεμπροστιάζουν τον ίδιο τον ιθύνοντα, και θα έπρεπε να υποχρεώνουν σε αυτοκριτική, ασχέτως που δεν γνωρίζουν καν αυτή τη λυτρωτική και αξιοπρεπή κοινωνική συμπεριφορά, τους προσκυνητές του. Διότι υπάρχει η συσσωρευμένη ανάγκη από πλευράς του –και για όποιον τον στηρίζει και τον υποστηρίζει– μιας υπέρμετρης, μαζικά κατευθυνόμενης, απόδειξης ψευδαισθησιακής ζωντάνιας και ζωτικότητας, η οποία λειτουργεί μονάχα φαντασιακά, για να αποκρύψει τον επιθανάτιό του ρόγχο. Με άλλα λόγια: Η επίδειξη της απόλυτα σωστής θέσης ενός κυρίαρχου, προβεβλημένου και ενίοτε εντεταλμένου, για κάτι που είναι ως και επικίνδυνο στο κοινωνικό πεδίο, είναι από τα τελευταία πάντοτε χαρτιά της ηττημένης μεταμοντέρνας αστικής συλλογιστικής και νοοτροπίας για τη ζωή. Κι αυτό διαφαίνεται πολύ συχνά στην κριτική κινηματογραφική γραφή με αφορμή κινηματογραφικά έργα που αξιώνουν υπέρμετρη προβολή, δηλαδή οικονομικά προσοδοφόρα επιτυχία. Ωστόσο, σε κάθε υπεροψία της στιγμής και του οποιουδήποτε, σε κάθε προσπάθεια με αξιώσεις πρωτοκαθεδρίας μιας επαναλαμβανόμενης και ασφαλώς άνευ πρωτοτυπίας γνώμης, ο Βασίλης Ραφαηλίδης θα είναι πάντοτε ένας συντελεσμένος μέλλοντας.
Η μιζέρια της κριτικής
Ο κριτικός λόγος μοιάζει πολύ συχνά να αυτοευνουχίζεται. Να μετατρέπεται σε μνημείο ελιτισμού, αοριστίας κι αφηρημένου διθυραμβισμού. Σε προμότερ και σε διαφημιστή, σε αντίθεση δηλαδή με όσα είπαμε στην αρχή. Δίχως να βάζει όρια στον εαυτό του, θέτει μονίμως, σφιχτά και τρομοκρατικά, απαγορεύσεις στον οποιονδήποτε σκεφτεί το οτιδήποτε διαφορετικό. Του επιβάλλει να καταναλώνει το κάθε φορά νέο εμπόρευμα. Ένα εμπόρευμα κατασκευασμένο κυρίως στη βάση της συνεχιζόμενης «χολιγουντιανής» κουλτούρας, με τους όρους και τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως τέτοιο εμπορικά και συνειδησιακά, και με μια σωρεία ακολούθων να σαλπίζουν ακατάληπτα κλισέ και συντηρητικά στερεότυπα εχθρικά προς όποια ιδέα δεν έχει πάρει διαπίστευση εγκυρότητας από τον συστημικό λόγο. Ωστόσο, αυτή η επιφαινόμενη ήττα της κριτικής αποδεικνύει επίσης την ανάγκη επαναφοράς της κοινωνιολογικής ανάλυσης: των θεαμάτων, των τεχνών και τη σχέση τους με το κοινό (επίδραση, επικοινωνία, χειραγώγηση κ.λπ). Μοιάζει με εκ νέου καθήκον της η κριτική να αντιταχθεί στην κυρίαρχη, με δεκάδες διαφορετικές «ενδυμασίες», λογική. Αυτό που γινόταν δηλαδή –και γίνεται κατ’ εξαίρεση πλέον– σε όλον τον 20ό αιώνα, έναν αιώνα που δεν είχε χάσει την μπάλα στη μέθοδο αποκάλυψης των φαινομένων και των ουσιών του κόσμου.
Κι αυτό διότι οι καταστρεπτικές συνέπειες της παραπάνω λογικής, που νομίσαμε πως είχαμε ξεπεράσει –και που ανήκουν σε ένα φάσμα ακραίου συντηρητισμού, εθνικισμού, ρατσισμού, κεκαλυμμένου πουριτανισμού, ελληνοκεντρισμού και εθνικής υπερηφάνειας μέχρι λανθάνοντος προοδευτισμού, κι όλα τούτα προς πώληση ως καταναλωτικά προϊόντα–, αφορούν το σύνολο της συνείδησης μιας κοινωνίας που έχει αδρανοποιηθεί από τα δεκάδες οικονομικά και πολιτικά στραπάτσα των τελευταίων χρόνων. Ενώ αρνούμαστε τις ριζοσπαστικές επιδράσεις, γεγονός αιτιολογημένο σύμφωνα με τα παραπάνω κοινωνικά δεδομένα, αποδεχόμαστε άκριτα τις συστημικές. Γεγονός εμφανώς εξηγήσιμο. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έφυγε σχετικά νωρίς αλλά η κοινωνιολογικής χροιάς μέθοδος σκέψης του παραμένει, αν και αδυνατισμένη, αρκούντως υπαρκτή. Όταν μιλάμε για «κινηματογραφική κριτική» στην Ελλάδα, στον νου μας έρχεται σχεδόν πάντοτε αυτός. Αυτός που ελισσόταν και στοχοποιούσε δίχως αύριο τον κυρίαρχο λαϊκισμό, την εθνοπερηφάνια, την εκκλησία, τη φολκλοροποίηση και το κινηματογραφικά σαχλό: είτε ως αναπαράσταση των παραπάνω είτε ως συμβατική μορφή διασκέδασης, ο κινηματογράφος μια αφορμή ήταν και είναι για να βάλλουμε τα προβλέψιμα και αποδεκτά. Όχι ως πρόκληση, δηλαδή μια νοοτροπία πρόσκαιρη και αφομοιώσιμη, αλλά ως ενεργητική πολιτική πρακτική, πλάι σε κάθε άλλη πολιτική δράση. Ως θεωρητική συνέχεια, πλάι σε κάθε άλλη θεωρητική διεκδίκηση.
Πολλοί προσπάθησαν να θέσουν σε δυσμένεια τις τεράστιες ιστορικές δυνατότητες του κύματος ανανέωσης του ελληνικού σινεμά. Και στην εποχή που βρέθηκε στην ακμή του ως ΝΕΚ (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος), όπως και στο σημερινό άνυδρο τοπίο που τα αδρώς χρηματοδοτούμενα νεο-φολκλόρ χρονογραφήματα προσπαθούν να ριζώσουν εκ νέου στη συνείδηση του κοινού. Μια πλευρά της επίσημης κριτικής κάνει ότι δεν βλέπει την αισθητική, μορφική και περιεχομενική χλιαρότητα της πλειονότητας των σύγχρονων έργων και ασκείται ανεπισήμως σε έναν εκ νέου ιστορικό συμβιβασμό με τις ανάγκες της σύγχρονης παγκόσμιας, και υποτυπωδώς ελληνικής, κινηματογραφικής βιομηχανίας. Μοιάζει να έχει εντολές για μια εκ των υστέρων ρεβάνς, με συγκαταβατικό ωστόσο προσωπείο, βαυκαλίζοντάς μας με αβρότητες, ενώ επιδείχνει μια αποστασιοποίηση, εντέχνως ανειλικρινή ωστόσο, από τα λεγόμενα «πολιτικά πάθη» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ως εκ τούτου αφαιρεί από το συλλογικό συνειδητό την πολιτική ταυτότητα του ελληνικού κινηματογράφου, τις συγκεκριμένες στοχεύσεις των καλλιτεχνών του και το ενιαίο της πορείας του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Δυο απλά παραδείγματα που εμμέσως πλην σαφώς επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση κι εμπλέκεται αν όχι ο Ραφαηλίδης ως προσωπικότητα, αλλά ως φορέας υποστήριξής του. Στην πρώτη περίπτωση διάφοροι προβεβλημένοι ως «προοδευτικοί» εθνικοί διανοούμενοι επέδειξαν την πιο χυδαία αποστολή τους ενάντια στις προσπάθειες προόδου των ηθικών αξιών της κοινωνίας ενάντια στη σκηνοθέτιδα Φρίντα Λιάππα. Καθώς ήταν γυναίκα, και γυναίκα σε σύγκρουση με τα κυρίαρχα συντηρητικά κριτήρια και πρότυπα, η Φρίντα βρήκε στήριγμα ουσιαστικό στον Ραφαηλίδη. Μια αισθητική και ηθική κατρακύλα δεν μπορούσε να επιτρέψει σε μια γυναίκα να κάνει κινηματογράφο όπως αυτή θέλει, όπως αυτή τον εννοεί. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι γυναίκες δημιουργοί του ελληνικού σινεμά ήταν πάντοτε κυριολεκτικά ελάχιστες, κι όσες υπήρξαν είχαν προοδευτικές και αριστερές αξίες.
Ο Ραφαηλίδης έδωσε ένα μάθημα αντιπουριτανισμού, «αντεθνικής» αντίληψης και στοιχειώδους αισθητικής, στηρίζοντάς την. Στη δεύτερη περίπτωση, βλέπουμε μια ενδεχομένως σχεδιασμένη προσπάθεια απόρριψης του έργου του Αγγελόπουλου, του αδελφικού φίλου του Ραφαηλίδη που σχεδόν παρέα, ο ένας ως δημιουργός και ο άλλος ως κριτικός υποστηρικτής του, κατοχύρωσαν ανεξίτηλα στην ιστορία το καλλιτεχνικό ελληνικό σινεμά. Η συστημική κριτική δημιουργεί στο κοινό την εντύπωση πως το καλλιτεχνικό σινεμά της χώρας ήταν μια κατάσταση εξαίρεσης, μια παρένθεση που αναγκαστικά κάποια στιγμή θα έκλεινε. Χτυπώντας αυτό που όντως συνέβη από την ίδια τη βάση της τέχνης, δηλαδή από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και τους θεωρητικούς, καταφέρνουν να βάλλουν τη συλλογική συνείδηση, η οποία μέσα στη συνολική υποτίμηση που δέχεται θα αναγκαστεί να απωλέσει κάθε ενδεχόμενο ανατροπής, θα εκτιμά κάθε ρωγμή ως μια παρένθεση ή ακόμη χειρότερα ως μια παραφωνία σε μια κατά τα άλλα ομαλή πορεία που βασιλεύει το συμβατικό, εμπορικό, θεαματικό, αδιάφορο και αντικαλλιτεχνικό. Το απολίτικο και το συμβιβασμένο. Το σύστημα, με μια λέξη. Θα πιστέψει, εκ νέου, πως η κάθε μορφή εξέγερσης, στο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό και πολιτισμικό πεδίο, όπως και σε όλη του την υπόλοιπη ζωή, είναι εξ ορισμού θνησιγενής και μάταιη.
Ο Ραφαηλίδης επικύρωνε μια ευρύτερη αντίσταση στις παραπάνω θλιβερές αντιλήψεις ακόμη κι αν δεν έχαιρε της ευρύτερης αποδοχής. Είχε δημιουργήσει ωστόσο τις συνθήκες, μέσω της προσωπικότητάς του, του συνολικού στοχαστικού του έργου και της επίδρασης του γενικότερου πολιτικού και αισθητικού κινήματος, να μην μπορεί κανείς να ανταπεξέλθει σε δημόσια σύγκρουση μαζί του. Εκεί που η κριτική έσκαβε το λαγούμι της, ο Ραφαηλίδης την έβαζε στον κυρίαρχο διάλογο. Η κριτική θέλει κόπο, θέλει καλλιέργεια. Και κυρίως θέλει διάθεση και στομάχι, δηλαδή δέσμευση να μη μετατρέπεται σε φερέφωνο ή σε υποβολέα.
Η ακαδημαϊκή εγκυρότητα και η πολιτικότητα του πολεμικού λόγου
Ο Ραφαηλίδης είχε αφομοιώσει τον μαρξισμό ως μέθοδο και σε άλλο ένα ενδιαφέρον γνωσιολογικό και επιστημολογικό επίπεδο. Επιδίωκε το πολεμικό ύφος του γραπτού λόγου, την πολιτικότητα του κειμένου, τη σκοπιμότητα στην απεύθυνση, σε αντίθεση με τη λεγόμενη επιστημονική «εγκυρότητα». Δεν ένιωθε την ανάγκη χρήσης των άπειρων, όπως συνηθίζεται πλέον, βιβλιογραφικών αναφορών, όχι γιατί δεν είχε γνώση του θεωρητικού παρελθόντος, πόσο μάλλον άλλωστε. Καθώς υπήρξε συστατικό και καθοριστικό μέλος της πρώτης ομάδας κριτικών που μετέφρασε, διοχέτευσε και έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν κοινό κτήμα στη χώρα μας οι θεωρητικές αναζητήσεις πάνω στη σημειολογία, την ψυχανάλυση, την οντολογία και την κοινωνιολογία του σινεμά, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το βαθύ αποτύπωμά του και τις ειλικρινείς προθέσεις του. Η μη χρήση αναφορών είχαν για τον Ραφαηλίδη ιδεολογικό και πολιτικό κίνητρο.
Τα υποστηρίγματα διαμέσου μιας «αυθεντίας» υποβιβάζουν την προσωπική γνώμη σε μεσολαβητή «εγκυρότητας», δεν επιτρέπουν την ελευθερία αναζήτησης, συζήτησης και αμφισβήτησης, υποτιμούν, με άλλα λόγια, τον αναγνώστη και συνομιλητή και, σε τελική ανάλυση, αδυνατίζουν κάθε προσπάθεια η γνώση να εξελιχθεί, να εκσυγχρονισθεί σύμφωνα με τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής, καθώς επιβάλλεται να παραμένει ανενεργή σε μια στάσιμη θέση, σε κάποιες αφηρημένες μεταφυσικές σταθερές. Ο Ραφαηλίδης, έχοντας αφομοιώσει σε τεράστιο βαθμό τη διαλεκτική μέθοδο και φιλοσοφία του 20ού αιώνα, κάνοντάς την εσωτερικό του κτήμα, είχε αποκτήσει τη ρητορική ικανότητα και δεινότητα να αγκιτάρει επαναστατικές ιδέες σε ένα ευρύτερο φάσμα πολιτισμικών πεδίων, δίχως τον φόβο να μπλέκει και να περιπλέκει, να ειδικεύει και να γενικεύει, να πολυδιασπά και να συγκροτεί. Από την ανάλυση της ιστορίας στην οικονομική θεωρία και από την ψυχολογική παρατήρηση στην κινηματογραφική κριτική, για τον Ραφαηλίδη δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά οντολογική απόσταση.
Επιβεβαίωνε πρακτικά πως ο κάθε ανθρώπινος ατομικός στοχασμός, ως μέρος της συλλογικής πορείας της ανθρωπότητας, ως συλλογικό δάνειο της παγκόσμιας γνώσης, μπορεί να φτάσει σε όλο πιο σύνθετα συμπεράσματα, να ανοίγει δρόμους σκέψης και να τις περικλείει σε βαθμό που μέχρι κάποιο διάστημα θεωρούνται αδιανόητα. Ο μαρξισμός ως θεωρητικό εργαλείο ποτέ δεν αυτοαναγορεύτηκε σε δόγμα και σε σταθερά. Η αλήθεια δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια και ένα δεδομένο αλλά ικανοποιείται μέσα από την ίδια τη διαδικασία εύρεσης και επανεύρεσής της. Κάπως έτσι, νομίζω, προχωράει ο κόσμος. Δεν διεκπεραιώνεται. Προχωράει. Ουσιώδης διαφορά.
Η δική μου γενιά δεν έζησε τον Ραφαηλίδη αλλά νομίζει ότι τον γνώρισε. Δεν διάβασε τον Ραφαηλίδη αλλά νομίζει ότι γράφει σαν αυτόν. Δεν κατάλαβε τον Ραφαηλίδη αλλά νομίζει πως θα πετύχει μια παρόμοια υστεροφημία. Ο Ραφαηλίδης δεν προσέφερε λέξεις και λόγια. Δεν διεκπεραίωσε «κριτικές» και «ερμηνείες». Δεν έγινε θρύλος, όσο μπορεί θρύλος κάποιος να γίνει, λόγω του ότι έγραφε με συγκεκριμένο απλώς τρόπο – αν και είναι, αλήθεια, πολύ εμπνευστικό. Ο Ραφαηλίδης βρέθηκε την πιο κατάλληλη στιγμή ως μέρος μιας γενιάς που ήθελε να πετάξει εκτός της ρέουσας κοινωνικής ζωής –και αν δεν τα κατάφερε εντελώς η ειλικρινής της προσπάθειά της δεν μπορεί παρά να είναι θαυμαστή και άξια σεβασμού– όλα τα συντηρητικά βάρη του παρελθόντος, δίχως ναι μεν αλλά. Ο Ραφαηλίδης για μένα λοιπόν μεταφράζεται σαν μια στάση ζωής. Στάση που εκφράζεται και υποστηρίζεται με συγκεκριμένο γραπτό έργο. Μια στάση ζωής που τον έβαλε να ερωτευτεί και να υπάρξει μέσα σε ένα σύμπλεγμα τόσο βαθιά αντιδραστικό και επικερδές, όπως ο κυρίαρχος κινηματογράφος, ορίζοντας ωστόσο μέσω αυτού μια εναλλακτική αντίληψη για την πραγματικότητα. «Το να μην κουνάς τη βάρκα δεν σε σώζει από το ναυάγιο», άλλωστε, σύμφωνα με τον Λώρενς Φερλινγκέτι.
Ο Ραφαηλίδης συνεχίζει να χαμογελάει πίσω από τα σκουρόχρωμα γυαλιά του. Ανάβει την πίπα του και λέει: «Μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο»1.
Σημειώσεις
* Το παρόν κείμενο αποτελεί επίμετρο στην έκδοση Γιάννης Σολδάτος, Ο Βασίλης Ραφαηλίδης και ο κινηματογράφος, Αιγόκερως, 2024 και αναδημοσιεύεται εδώ από τον συντάκτη του με αφορμή τα 24 χρόνια τον θάνατο του κριτικού κινηματογράφου. Η φωτογραφία είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της συγκεκριμένης έκδοσης σε γραφιστική επιμέλεια του συντάκτη του παρόντος κειμένου.
1. Νίκος Καρούζος, Ρομαντικός επίλογος, από τη συλλογή Πενθήματα, 1969.
Πηγή: Το Περιοδικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου