Πλατεία Κάνιγγος. Χτυπάει ένεση σε μια άκρη. Στέκομαι από πάνω του.
- Τι λες, θα τα καταφέρεις να ζήσεις;
- (Σηκώνει αργά το κεφάλι του). Προσπαθώ ρε φίλε, προσπαθώ… (Αργή είναι και η ομιλία του).
- Εγώ λέω ότι θα πεθάνεις. Και σύντομα μάλιστα.
- Το ξέρω ρε φίλε, αλλά τι να κάνω… δεν έχω που να πάω… τι να κάνω… καταστράφηκα.
- Πώς σε λένε;
- Παύλο.
- Σκύψε το κεφάλι σου Παύλο να μην φαίνεσαι, να σε πάρω μια φωτογραφία, να δουν την κατάντια σου μπας και σώσουμε κανά παιδάκι.
- Πάρε με ρε φίλε, πάρε με… μακάρι να σωθούν τα παιδάκια, μακάρι μακάρι μακάρι…
Μακάρι.
(Εικόνες καθημερινές, που τις έχουμε ξαναδεί δω και κει. Δεν συγκινούν πια κανέναν. Αν δεν δεις την εικόνα μπροστά στα μάτια σου, αν δεν μιλήσεις με αυτά τα ναυάγια της ζωής, αν δεν αντικρίσεις στα μάτια τους το θάνατο που ζυγώνει, δεν θα καταλάβεις τίποτα.
Αγκαλιάστε τα παιδιά σας. Το έχουν ανάγκη. Το φέισμπουκ, η καφετέρια και η καριέρα, μπορούν να περιμένουν. Αυτά όχι.)