της ΝΙΝΕΤΤΑΣ ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ
Κοίταζα ξανά και ξανά εκείνη τη βαθιά ουλή λίγο κάτω από το μάτι. Το αίμα είχε παγώσει, το βλέμμα όμως ήταν πυρακτωμένο, θυμωμένο, έτοιμο να επιτεθεί, όπως θα έκανε το πληγωμένο γεράκι. Κάτι μου θύμιζε αυτό το βλέμμα. Δεν ξέρω πώς, αλλά μου ήρθε στο νου μια εικόνα καμιά δεκαριά χρόνια παλιά.Ηταν άνοιξη, μοσχοβολούσε η γειτονιά του Αγίου Δημητρίου στο Ψυχικό και δύο αγοράκια στο δασάκι στου Μωραΐτη παίζανε κλέφτες κι αστυνόμους. Δεν είχαν ούτε πέτρες στις τσέπες ούτε σφεντόνες στο χέρι ούτε καν ένα νεροπίστολο. Κυνήγαγαν το ένα το άλλο, παίρνοντας θέση μάχης πίσω από τους κορμούς των δέντρων κι όταν ο Νίκος έπιανε τον Αλέξη γινόταν πανζουρλισμός από τις φωνές τους. Πέρασαν τα χρόνια κι ανάμεσά τους σ' εκείνο το ανέμελο παιχνίδι εμφανίστηκε ένας πραγματικός αστυνόμος, που δεν είχε ούτε σφεντόνα στην κωλότσεπη ούτε καν ένα νεροπίστολο. Σήκωσε το σιδερικό του και σημάδεψε εκείνα τα παιδιά. Το αγόρι που έμεινε όρθιο συμμετείχε τις προάλλες στη ληστεία στον Βελβεντό Κοζάνης.