Tο χρονικό της δολοφονίας των «αμετανόητων» του Ερυθρού Τάγματος τον Μάρτιο του 1948
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι.
Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου για πρώτη φορά δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη»
Μενέλαος Λουντέμης
«Οδός Αβύσσου, αριθμός 0»
Ο ήχος των κυμάτων ήταν η μοναδική του συντροφιά τις τελευταίες 72 ώρες. Βρισκόταν δεμένος πισθάγκωνα, κοντά στην ακτή, προς την πλευρά που το καταραμένο νησί το έδερναν οι άνεμοι και το έκαιγε ο ήλιος. «Πρέπει να συνεχίσω να μετράω, αλλιώς θα τρελαθώ, θα χάσω το μυαλό μου», σκέφτηκε και σε κάθε παφλασμό πρόσθετε και ένα κυματάκι.
Ένας μεγάλος πάσσαλος, που ακουμπούσε την πλάτη του, είχε ακινητοποιήσει τα χέρια του και δυο μικρότεροι τα πόδια του. Το κορμί του ήταν ολόκληρο μια πληγή. Η ξηρασία και ο ήλιος είχαν κάνει το δέρμα του να σκάσει και να καεί. Ο καυτός αέρας, που φυσούσε δαιμονισμένα, είχε γεμίσει τις πληγές με σκόνη και άμμο. Είχε βγάλει φουσκάλες που έσπαγαν μόνες τους και το πηχτό υγρό που έβγαινε από μέσα νόμιζε ότι τον δρόσιζε. Τα χείλη του και το στόμα του είχαν σκληρύνει. Δεν είχε καθόλου σάλιο. Διψούσε. Εδώ και κάποιες ώρες δεν αισθανόταν τα γυμνά του μέλη που είχαν μουδιάσει, έτσι σφιχτά δεμένα που ήταν. Τα αυτιά του βούιζαν συνεχώς και το κεφάλι του νόμιζε ότι θα εκραγεί.
«Θα τρελαθώ», ξανασκέφτηκε. «Πεντακόσια δεκατρία, οκτακόσια δεκαεπτά... Όχι, πεντακόσια δεκατέσσερα...» συνέχισε το μέτρημα. Από απέναντι έβλεπε καθαρά τα φώτα από το Λαύριο. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε και η ζωή στην πόλη θα ξεκινούσε κανονικά. Ο χασάπης θα πουλούσε το κρέας, ο γαλατάς θα μοίραζε το γάλα, ο μανάβης θα έβγαζε τα φρέσκα φρούτα του για να τα πουλήσει. Σκέφτηκε πώς είναι να δαγκώνεις λαίμαργα το καρπούζι και να γεμίζει το στόμα σου από αυτή τη γλυκιά υγρή σάρκα. Το στόμα του ξεράθηκε ακόμη περισσότερο. Θα λιποθυμούσε. Διψούσε.