Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
[…] Μία ἀπὸ τὶς παραβολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου, ὅπου ὁ μὲν πρῶτος κερδίζει τὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὴν αἰώνια καταδίκη (Λκ. 16, 19-31). Ὁ Χρυσόστομος κάνει μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἐπισήμανση: Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει μὲν τὸ ὄνομα τοῦ φτωχοῦ, ἀφήνει ὅμως ἀνώνυμο τὸν πλούσιο. Γιατί; Διότι (ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος) ὅποιος ἐπιδίδεται σὲ ἁρπαγὲς καὶ σὲ πλουτισμὸ εἶναι λύκος καὶ ὄχι ἄνθρωπος.
Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα παράμετρο τῆς χριστιανικῆς ἀντίληψης. Ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ πρόσωπό του, τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ ξέφρενο κυνηγητὸ τοῦ κέρδους καὶ (θὰ λέγαμε σήμερα) τῆς καριέρας καὶ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ἡ κοινωνικὴ ἀδικία στὴν ὁποία συμβάλλει, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἴδιου μέσῳ τῆς ἴδιας του τῆς ἐργασίας. Κέντρο τῆς ζωῆς του καθίσταται κάτι ἀπρόσωπο καὶ περαστικό, τὸ χρῆμα.