Γιάννης Νικολόπουλος
Στη μνήμη του Διομήδη Κομνηνού που τα ματωμένα ρούχα του μας έδειξαν τον δρόμο του αγώνα.
Στην αίθουσα εκδηλώσεων του επαρχιακού, δημοτικού σχολείου στο οποίο έκανα τη θητεία και εξέτισα την... ποινή του «ελληνόπαιδος» μαθητή, κατά την διάρκεια της «κακής» δεκαετίας του ΄80, τα φώτα έσβηναν και η μηχανή προβολής των σλάιντς έπαιρνε μπροστά, φωτίζοντας το κινηματογραφικό πανί. Η πρώτη εικόνα ήταν πάντα η ίδια, όσα χρόνια θυμάμαι να έρχεται η 17η του Νοέμβρη - ένα ζιβάγκο με κόκκινο σημάδι στο μέρος της καρδιάς, μια μπλούζα πλημμυρισμένη στο αίμα,ένα παντελόνι, σκονισμένο από τον δρόμο και την ιστορία. Τα ρούχα ενός γυμνού μαθητή, σε μια κρύα αίθουσα, ενός κρύου νοσοκομείου, στο Ρυθμιστικό της Μεσογείων,μιας κρύας χώρας και μιας ακόμη πιο κρύας, άθλιας και ανθρωποφάγου, φασιστικής στρατοκρατίας, που ήθελε να θάψει τους νεκρούς, γυμνούς και την αλήθεια, ζωντανή.
Ήταν και είναι τα ρούχα του 17χρονου μαθητή, Διομήδη Κομνηνού.
Έπειτα, ερχόταν η φωτογραφία του, ένα ασπρόμαυρο πρόσωπο, με πλατιά, μεταλλικά γυαλιά οράσεως και ένα συγκρατημένο, αινιγματικό χαμόγελο, απροσδιόριστης αιτίας και λελογισμένης ειρωνείας. Έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω σήμερα και από μνήμης. Το ίδιο το όνομα ήταν ικανή αιτία για προβληματισμό και τροφή για σκέψη σε κατάσταση εκκρεμούς, ανάμεσα στο διάβασμα και το άκουσμα- και ομηρικός βασιλιάς στα λιβάδια του Άργους και τα άλογα του Ρήσου και βασανισμένος αυτοκράτορας στη θάλασσα της Προποντίδας.
Στη μνήμη του Διομήδη Κομνηνού που τα ματωμένα ρούχα του μας έδειξαν τον δρόμο του αγώνα.
Στην αίθουσα εκδηλώσεων του επαρχιακού, δημοτικού σχολείου στο οποίο έκανα τη θητεία και εξέτισα την... ποινή του «ελληνόπαιδος» μαθητή, κατά την διάρκεια της «κακής» δεκαετίας του ΄80, τα φώτα έσβηναν και η μηχανή προβολής των σλάιντς έπαιρνε μπροστά, φωτίζοντας το κινηματογραφικό πανί. Η πρώτη εικόνα ήταν πάντα η ίδια, όσα χρόνια θυμάμαι να έρχεται η 17η του Νοέμβρη - ένα ζιβάγκο με κόκκινο σημάδι στο μέρος της καρδιάς, μια μπλούζα πλημμυρισμένη στο αίμα,ένα παντελόνι, σκονισμένο από τον δρόμο και την ιστορία. Τα ρούχα ενός γυμνού μαθητή, σε μια κρύα αίθουσα, ενός κρύου νοσοκομείου, στο Ρυθμιστικό της Μεσογείων,μιας κρύας χώρας και μιας ακόμη πιο κρύας, άθλιας και ανθρωποφάγου, φασιστικής στρατοκρατίας, που ήθελε να θάψει τους νεκρούς, γυμνούς και την αλήθεια, ζωντανή.
Ήταν και είναι τα ρούχα του 17χρονου μαθητή, Διομήδη Κομνηνού.
Έπειτα, ερχόταν η φωτογραφία του, ένα ασπρόμαυρο πρόσωπο, με πλατιά, μεταλλικά γυαλιά οράσεως και ένα συγκρατημένο, αινιγματικό χαμόγελο, απροσδιόριστης αιτίας και λελογισμένης ειρωνείας. Έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω σήμερα και από μνήμης. Το ίδιο το όνομα ήταν ικανή αιτία για προβληματισμό και τροφή για σκέψη σε κατάσταση εκκρεμούς, ανάμεσα στο διάβασμα και το άκουσμα- και ομηρικός βασιλιάς στα λιβάδια του Άργους και τα άλογα του Ρήσου και βασανισμένος αυτοκράτορας στη θάλασσα της Προποντίδας.