Το έργο διατρέχει, με σατυρικό, αλλά και δραματικό τρόπο, τη νεότερη ελληνική ιστορία από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή.
Κώστας Καζάκος: Εξέφρασε τα αντιχουντικά αισθήματα του λαού
Σήμερα, Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2018, ο ηθοποιός και πρωταγωνιστής εκείνης της παράτασης Κώστας Καζάκος, με συνέντευξη του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, αναφερόμενος σε σε κρυφές πτυχές της παράστασης, σημείωσε:
«Το 1972, λοιπόν, ωρίμασαν τα πράγματα και έπεσε η ιδέα να φτιάξουμε ένα σπονδυλωτό έργο, που να είναι ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας. Ο Καμπανέλλης σκέφτηκε ότι η Ελλάδα είναι σαν τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Και απάνω εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, ξεκίνησε να γράφει ένα σπονδυλωτό, ιστορικό έργο, σε επεισόδια, ξεκινώντας από τους Μακεδόνες και τον Φίλιππο και φτάνοντας ως την Κατοχή.
Έγραφε πέντε επεισόδια, τα πήγαινα στη λογοκρισία, μου άφηναν μισό. Έγραφε 10 επεισόδια, τα πήγαινα, μου άφηναν δύο. Τα άλλα τα πέταγαν. Κι έπρεπε να φτιάξουμε 10-12 επεισόδια για να μπορέσουμε να έχουμε ένα έργο. Είχαμε πάρει ένα τεράστιο θέατρο τότε για την παράσταση, το Αθήναιον στην Πατησίων, απέναντι από το Μουσείο, που χώραγε 1.500 ανθρώπους. Τελικά καταφέραμε και μαζέψαμε κάποια επεισόδια. Αυτοί τα έβλεπαν λίγα – λίγα, δεν είχαν πιάσει πού πάει το πράγμα. Στο τέλος όμως “είδαν” την πονηριά και, είπαν, “θα μας φέρετε όλα τα επεισόδια που έχετε επιλέξει για να το δούμε ως έργο “. Εκεί, είπαμε, μπλέξαμε. Πιάσαμε λοιπόν και ανακατέψαμε τα επεισόδια. Τα πήγα στη λογοκρισία στη Ζαλοκώστα, που ήταν το υπουργείο Τύπου. Και τα πήγα χρονικά ανακατεμένα. Δεν καταλάβαινες τίποτα. Εκεί, είχαν κι έναν θεατρικό συγγραφέα -συγγραφέας δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ, αλλά έγραφε έργα. Και μου λέει, όταν μου δώσανε πίσω το κείμενο, “τι μ***ς έγραψε ο Καμπανέλλης, θα καταστραφείτε. Το έργο δεν λέει τίποτα “. “Τι να κάνουμε”, του λέω, “δεν έχουμε άλλη λύση, θα κοιτάξουμε να το σουλουπώσουμε όσο μπορέσουμε “. “Έλα ρε παιδί μου “, μου λέει, “έχω 30 έργα στο σπίτι να σου δώσω ένα να κάνεις ουρές!”.
Τελικά, φτιάξαμε τον θίασο -ήταν ο Παπαγιαννόπουλος, ο Ξυλούρης, ο Ξαρχάκος με την ορχήστρα, 10 άριστοι οργανοπαίκτες, κι άλλοι 42 ηθοποιοί, συνολικά 54 άνθρωποι!- κι αρχίσαμε τις πρόβες. Και στο τέλος, όταν είχαμε αναγγείλει την πρεμιέρα γύρω στις 20 Ιουνίου 1973, με πήραν τηλέφωνο από τη λογοκρισία και μας είπαν ότι για να πάρετε την άδεια, θα πρέπει να έρθει να δει τη γενική δοκιμή όλη η επιτροπή. “Τώρα”, είπαμε, “θα πάμε φυλακή”. Θα το κλείσουμε το έργο. Ήταν και μεγάλο. Σκεφτόμασταν τι θα μπορούσαμε να κάνουμε και αποφασίσαμε να παίξουμε το έργο σαν να είμαστε όλοι κακοί ηθοποιοί. Ηθοποιοί που δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. “Θα το πάμε φυσέκι”, είπαμε. “Κρατά 3 ώρες; Εμείς θα το παίξουμε σε μιάμιση ώρα. Θα κάνουμε μια ταχύτατη ανάγνωση του έργου. Ούτε αστεία ούτε παύσεις ούτε υπονοούμενα, όλα θα τα ισοπεδώσουμε”. Κάναμε μια δοκιμή, το φτιάξαμε το πράγμα, έρχεται η επιτροπή, και παίξαμε έτσι που δεν καταλάβαινες πραγματικά τίποτα. Είχαμε πεθάνει στο γέλιο, δεν έχουμε περάσει έτσι ποτέ στα καμαρίνια. Λοιπόν στο τέλος μας έδωσαν συλλυπητήρια, “είναι καταστροφή το έργο” μάς είπαν κι έφυγαν. Αφού μάλωσαν και τον Νόνιο Παπαγιαννόπουλο, “μα είσαι εσύ παλιός ηθοποιός; Δεν προhttps://www.imerodromos.gr/to-megalo-mas-tsirko-mia-spoydaia-parastasi-poy-egine-antichoyntiko-symvolo/φύλαξες τα παιδιά; Τι είναι αυτό που παίζετε;”. Και έφυγαν.
Και την άλλη μέρα με το κοινό, ενώ είχαμε την παράσταση να κρατά περίπου 2,5 ώρες, έφτασε τις 4 ώρες. Γιατί δεν μας άφηναν να μιλήσουμε από τις εκρήξεις, τα χειροκροτήματα, το γέλιο, τις παρεμβάσεις τους. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, η επιτυχία που είχε το “Το Μεγάλο μας τσίρκο”, η απήχηση που είχε στον κόσμο, δεν οφειλόταν στο ότι ήταν το μέγα καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά στο ότι ο κόσμος έφερνε στο θέατρο το ‘τσίρκο’ από το σπίτι του. Ήταν η ανάγκη του κόσμου τέτοια, να εκφράσει τα αντιχουντικά του αισθήματα, που το παραμικρό, η ανάσα, η παύση, γίνονταν εκρηκτικά. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας του έργου, το κουβάλαγε ο κόσμος στο θέατρο. Έφτασαν να γίνονται εκδηλώσεις, που έλεγες ότι όταν θα τελειώσει η παράσταση, θα βγούμε στον δρόμο με τα λάβαρα και θα καταλάβουμε την εξουσία».
Οι συντελεστές της παράστασης
Η ιδέα για το ανέβασμα του έργου ανήκε στο θιασαρχικό ζεύγος, που για πρώτη φορά την άνοιξη του 1972 σκέφτηκαν ν’ ανεβάσουν ένα έργο, που σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε «να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα».
«Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», συνεχίζει την αφήγησή της η Τζένη Καρέζη.
Οι θιασάρχες απευθύνθηκαν στον σπουδαίο έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι προέκυψε το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».
Σκηνές από την παράσταση
Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Αλληγορικά γραμμένο, κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
https://www.imerodromos.gr/to-megalo-mas-tsirko-mia-spoydaia-parastasi-poy-egine-antichoyntiko-symvolo/
Οι παραστάσεις του διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία από τις 22 Δεκεμβρίου 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Πρόσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
https://www.imerodromos.gr/to-megalo-mas-tsirko-mia-spoydaia-parastasi-poy-egine-antichoyntiko-symvolo/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου