Του Αύγουστου Κορτώ
1987
Στην πυλωτή της πολυκατοικίας μας, ουρανοκατέβατος, έχει εμφανιστεί ο Ρούντολφ: ένα ημίαιμο λυκόσκυλο, φιλικό, καλοσυνάτο και παιχνιδιάρικο παρά τις κακουχίες της αδέσποτης ζωής του. Το όνομά του το ’χει σκαρφιστεί η μάνα μου, που την περίοδο εκείνη διαβάζει την αυτοβιογραφία του Νουρέγιεφ.
Τον ίδιο καιρό στο σπίτι μας έχει αρχίσει η βασιλεία της Κακάμπας, μιας σιαμέζας καλομαθημένης και μοναχοκόρης, που όσες φορές έχουμε δοκιμάσει να τη συμφιλιώσουμε με τον Ρούντολφ, τον έχει κάνει κοτλέ απ’ τις νυχιές (αν και ο μεγαλόσωμος σκύλος, καθότι αγγελικού χαρακτήρα, δεν της έχει κάνει την παραμικρή αγριάδα).
Ωστόσο τα μεσημέρια, μόλις γυρνάω απ’ το σχολείο, κλείνουμε το γατί στην κρεβατοκάμαρα με το κουρδιστό της ποντίκι και μπάζουμε τον Ρούντολφ -που περιμένει καρτερικά έξω απ’ την πόρτα μας- σαν παράνομο εραστή, και τον αφήνουμε να αλωνίσει για κανένα μισάωρο, ενώ συγχρόνως η Κατερίνα τον ταΐζει με φανατισμό εφάμιλλο της Λωξάνδρας.
Την ανιδιοτέλεια της αγάπης θα μου την διδάξει στα οχτώ μου χρόνια αυτό το υπέροχο ζώο: σε κάθε μου ποδηλατάδα στη Νέα Παραλία θα τρέχει γαβγίζοντας πανευτυχής στο κατόπι μου, σε κάθε καβγά με τα γειτονόπουλα πάνω στο παιχνίδι θα στέκεται δίπλα μου βλοσυρός, και στο άκουσμα της φωνής μου θα μεταμορφώνεται σ’ έναν σίφουνα χαράς – κι όλα αυτά χωρίς να απαιτεί την παραμικρή ανταμοιβή.