Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο άνθρωπος που όρισε τη διανόηση του 20ού αιώνα

Στις 21 Ιουνίου του 1905, έρχεται στον κόσμο ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν-Πωλ Σαρτρ. «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος», υποστήριζε και ίσως, τελικά, ο μόνος «περιορισμός» που είχε ο ίδιος στη ζωή του ήταν η απεγνωσμένη ανάγκη να πράττει και να σκέφτεται χωρίς συμβιβασμούς και όρια.

Ο Σάρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι. Ο πρόωρος χαμός του πατέρα του και η αδυναμία της μάνας του να τον μεγαλώσει, τον οδήγησαν στο σπίτι του συντηρητικού παππού του, ο οποίος τον μύησε στο κόσμο του βιβλίου. Σύντομα, ο Σάρτρ μετατρέπεται σε ένα παιδί- βιβλιοφάγο. Αποφοίτησε από την Ecole Normale Supérieure του Παρισιού και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Fribourg, στην Ελβετία, καθώς και στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Βερολίνου.


Με την ενηλικίωσή του ο Σάρτρ εξελίσσεται σε έναν γοητευτικό νεαρό, με φιλοσοφικούς στοχασμούς και «εμβρυακές» πολιτικές ανησυχίες. Σύντομα θα γνωρίσει τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη γυναίκα που θα τον συντροφέψει σε όλη του τη ζωή. Η σχέση τους προσδιορίστηκε μέσα από τις ελευθεριακές αντιλήψεις του Σάρτρ, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν πλήθος παράλληλων ερωτικών σχέσεων και να προκαλέσουν τη συντηρητική κοινωνία της εποχής τους.

Η φρίκη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και συμμετοχή στον Γαλλικό αντιστασιακό αγώνα, μετατρέπουν τον φιλόλογο Σάρτρ , σε οραματιστή φιλόσοφο και βαθιά πολιτικοποιημένο διανοούμενο. Με την απελευθέρωση της Γαλλίας, ο Σάρτρ κερδίζει την εθνική αναγνώριση καταγράφοντας τα γεγονότα σε πρωτοσέλιδο της αντιστασιακής εφημερίδας «Combat».

Κώττας Χρήστου - Καπεταν Κώττας - Коте Христов


 Ο Κώττας Χρήστου γεννήθηκε το 1860 στη Ρούλια (Κώτας) των Πρεσπών, της περιφ. ενότητας Φλώρινας.[7] Βαπτίστηκε την ίδια χρονιά, που συνέπεσε με τη θεμελίωση της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Ρούλιας, με το όνομα Κωνσταντίνος. Τελικά επικράτησε ο παρεφθαρμένος τύπος Ντίνος, Κώστας ή Κώττας. Ο πατέρας του ονομάζονταν Χρήστος και η μητέρα του Δέσποινα. Στα εξαπτέρυγα της εκκλησίας του χωριού του, δωρεά του ίδιου του Κώττα, αναγράφεται η αφιέρωση: Ο Κωνσταντίνος Χρήστου και η μητέρα του Δέσποινα. Η οικογένεια του καπετάν Κώττα ήταν από τις παλαιότερες της Ρούλιας (Κώτα) και ζούσε στο χωριό, πριν ακόμα μεταφερθεί στη σημερινή του θέση.[8] Η Ρούλια ή Χρούλια αποτελούνταν αρχικά από αρβανιτοβλάχικες και σαρακατσάνικεςοικογένειες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό και βαθμιαία εκσλαβίστηκαν γλωσσικά στα μέσα του 19ου αιώνα.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο ίδιος ο Κώτας ήταν σλαβόφωνος.[9] Η Ρούλια ήταν αρχικά κτισμένη βορειοδυτικότερα του σημερινού χωριού, τοποθεσία που ως και σήμερα ονομάζεται Επάνω Χωριό και βρίσκονταν στην παλαιά οδική αρτηρία ΦλώριναςΚορυτσάς. Η θέση του χωριού, πάνω σε κύρια οδική αρτηρία, το είχε καταστήσει εύκολο στόχο σε οθωμανικά στρατεύματα και άτακτες ένοπλες ομάδες που προκαλούσαν κατά καιρούς καταστροφές, λεηλασίες και φόνους. Έτσι, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και να κατοικήσουν τη σημερινή τοποθεσία, που τότε βρίσκονταν ανάμεσα σε δάση και ήταν προστατευμένη (μετά το 1880 πέρασε από το νέο οικισμό η νέα οδική αρτηρία από τη Φλώρινα, που στη Ρούλια διακλαδίζονταν προς Καστοριά και προς Κορυτσά).[10]

Η οικογένεια του Κώττα έφερε αρχικά το επώνυμο Ρουσάνης και ήταν μία από τις λιγοστές οικογένειες που μετοίκησαν από τον παλιό, στον νέο οικισμό. Έτσι η οικογένεια Ρουσάνη κατείχε όλο το βόρειο τμήμα της νέας Ρούλιας. Ένα οικογενειακό κειμήλιο που ρίχνει φως στα προγενέστερα χρόνια της οικογένειας Ρουσάνη, είναι το χάλκινο τραπέζι όπου αναγράφεται Ιωάννης 1735 και Σωτήριος, Αναστάσιος Ρουσάνης 1849. Το τραπέζι αυτό έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία, καθώς εκεί συνέτρωγαν ο Κώττας με τους αξιωματικούς Αλέξανδρο Κοντούλη, Αν. Παπούλα, Παύλο Μελά, Γ, Κολοκοτρώνη. Κατά την προφορική παράδοση, κάποιος πρόγονος του Κώττα, ονόματι Ανδρέας, την εποχή που ακόμα κατοικούνταν το παλιό χωριό, είχε ληστευτεί και δολοφονηθεί από Τούρκους σε τοποθεσία κοντά στο δρόμο προς Κονομπλάτι (Μακρυχώρι). Από τότε αυτή η τοποθεσία ονομάστηκε Τάφος του Ανδρέα και το περιστατικό αποτέλεσε την αιτία να επεκταθεί η Ρούλια έως εκεί, καθώς οι κάτοικοι της Τσίριας (χωριό που εγκαταλείφθηκε αργότερα) αποποιήθηκαν το χώρο, φοβούμενοι οθωμανικά αντίποινα.[11]
Τα πρώτα χρόνια