Τα γράμματα μου δε τα βγάζω – και μου το ‘πα ... μην είσαι τόσο ‘’βιαστική’’. Αλλά να, σε κοιτάζω και το χέρι πάει μόνο του, τα ‘χει βρει με το μυαλό και εγώ δεν αντιστέκομαι. Τρέχουν τα λόγια, τρέχουν κι οι σκέψεις. Γελάς! Ει, μη κοιτάς τι γράφω, θα τα μάθεις, αλλά τώρα μην κοιτάς.
Βάλε ένα κομμάτι. Ναι αυτό σκεφτόμουν. Χαμογελάω και συνεχίζω. Ανάβεις το τσιγάρο, το βλέμμα δεξιά και αριστερά, ναι, ξανακάντο. Και Πάλι. Σου πάει! Στην υγειά μας, το αλκοόλ είναι μελάνι και γράφω και σβήνω, μουτζούρες παντού και ασυνάρτητες φράσεις. Περπατάς, κάπου χάνεσαι, γυρνάς και πάλι πίσω ... Κολυμπάς μες το σκοτάδι, κι όχι ότι δεν αγαπάς το φως, κι όχι ότι δεν έχεις φως μέσα σου, αλλά πως να το εξηγήσω; Απλά κολυμπάς. Θολωμένο θεριό με μια θλίψη καρφωμένη στα μάτια κι ένα χαμόγελο που βγαίνει απ την ψυχή.
Πάλι γράφω αντί να σου μιλάω, αλλά πως αλλιώς; Κάποιες λέξεις όταν βγαίνουν απ το στόμα σαν να ασχημαίνουν, σαν να βρίσκουν τόπο μόνο στο χαρτί. Τι σου λέω; Τα ξέρεις ... Ας πιούμε λίγο ακόμη. Δε θα δεις τι γράφω, άλλωστε είμαι στη μέση, θα ‘θελα ‘’χειμώνες’’ για να κλείσω. Κοιτάς λοξά, δεν είμαι τρελή (ή ίσως και να ‘μαι) – δε μπορώ να σε ζωγραφίσω γι αυτό γράφω. Δεν αποτυπώνονται αλλιώς οι εκφράσεις. Από το μυαλό οι εικόνες ξεπηδάνε στο χαρτί. Είναι σφηνωμένες καλά εκεί μέσα.
Βάλε ένα κομμάτι. Ναι αυτό σκεφτόμουν. Χαμογελάω και συνεχίζω. Ανάβεις το τσιγάρο, το βλέμμα δεξιά και αριστερά, ναι, ξανακάντο. Και Πάλι. Σου πάει! Στην υγειά μας, το αλκοόλ είναι μελάνι και γράφω και σβήνω, μουτζούρες παντού και ασυνάρτητες φράσεις. Περπατάς, κάπου χάνεσαι, γυρνάς και πάλι πίσω ... Κολυμπάς μες το σκοτάδι, κι όχι ότι δεν αγαπάς το φως, κι όχι ότι δεν έχεις φως μέσα σου, αλλά πως να το εξηγήσω; Απλά κολυμπάς. Θολωμένο θεριό με μια θλίψη καρφωμένη στα μάτια κι ένα χαμόγελο που βγαίνει απ την ψυχή.
Πάλι γράφω αντί να σου μιλάω, αλλά πως αλλιώς; Κάποιες λέξεις όταν βγαίνουν απ το στόμα σαν να ασχημαίνουν, σαν να βρίσκουν τόπο μόνο στο χαρτί. Τι σου λέω; Τα ξέρεις ... Ας πιούμε λίγο ακόμη. Δε θα δεις τι γράφω, άλλωστε είμαι στη μέση, θα ‘θελα ‘’χειμώνες’’ για να κλείσω. Κοιτάς λοξά, δεν είμαι τρελή (ή ίσως και να ‘μαι) – δε μπορώ να σε ζωγραφίσω γι αυτό γράφω. Δεν αποτυπώνονται αλλιώς οι εκφράσεις. Από το μυαλό οι εικόνες ξεπηδάνε στο χαρτί. Είναι σφηνωμένες καλά εκεί μέσα.