Ας ονομάσουμε συμβατικώς «υπόθεση Λούκου» μια μικρή ιστορία, ενδεικτική μιας βαθειάς παρακμής. Ο κ. Λούκος τα τελευταία πολλά χρόνια υπήρξε διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών. Κατά πολλούς (τουλάχιστον τους περισσότερους που κάνουν φασαρία για τέτοια θέματα στον Τύπο) ο κ. Λούκος είναι ταλαντούχος και ακάματος. Ενας «αναντικατάστατος». Μη σας πω, ένας «θεός». Από την άλλη πλευρά, για κάποιους λίγους (που το κυρίως ρεύμα στον Τύπο σβήνει με ευκολία και βαναυσότητα) ο κ. Λούκος ήταν μονομερής στις επιλογές του, όχι ιδιαιτέρως σφαιρικός και πάντως μονοσήμαντος.
Κατά την προσωπική μου (επιτρέψτε μου) γνώμη, ο κ. Λούκος είναι ένας διακεκριμένος επιβάτης στο τραίνο της κυρίαρχης ιδεολογίας (που ενίοτε θέλει να εμφανίζει εαυτήν ως «αριστερή», «εκσυγχρονιστική», κι άλλοτε ως α-πολιτική ή υπερκομματική). Οντως, ο πρώην διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών καθόρισε (αν δεν στιγμάτισε) το μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής δραστηριότητας που ήλεγχε με τα ματζούνια της πολιτικής ορθότητας, τουμεταμοντερνισμού, της πολυπολιτισμικότητας κι όλων εκείνων των χαρακτηριστικών μιας τέχνης που έχειλειτουργικώς ενταχθεί στις επιδιώξεις του κράτους. Της τέχνης των επιδοτήσεων, των δημοσίων σχέσεων και των κομματικών συσχετισμών.
Με μια αλαζονεία που μόνον οι μονοσήμαντοι άνθρωποι μπορούν ανύποπτοι να επιδεικνύουν, μια στοιχισμένη χρυσή ορδή στον Τύπο απέρριπτε όλες τις προγενέστερες του κ. Λούκου επιλογές, ως μπανάλ, μπας κλας, λαϊκιστικές και κολλημένες σε μια Ελλάδα του τσαρουχιού και του κιτς. Με έναν λόγο, ένα ιδιότυπο πτωχοπροδρομικό αριστοκρατιλίκι μιας αυτοαναφορικής στους κώδικες της ελίτ, έβρισκε στο έργο του κ. Λούκου την «Ελλάδα της Ευρώπης». Στην πραγματικότητα, η προσέγγιση αυτή (όχι απαραιτήτως απ’ τον ίδιο τον κ. Λούκο, αλλά οπωσδήποτε από τους φαν του στα ΜΜΕ) υποκρύπτει ένα γκλαμουριάρικο πρωινάδικο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «θίασο μυστικό» ανωτέρας ποιότητας. Μια Ψωροκώσταινα, ή αν προτιμάτε μια μαντάμ Σουσού για καφέ-ολέ στα Παρίσια, μακριά απ’ την πλέμπα, καθώς αξίζει στο περιούσιον της ύπαρξής της.