του Γιάννη Μαργιούλα
Η προγιαγιά μου, ως το θάνατό της το 1975, άναβε κάθε βράδυ το καντηλάκι της πλάι σε μια παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία ενός νεαρού με λεπτό μουστάκι. Ήταν ο μεγάλος της γιος. Ο ατίθασος Βαγγέλης, ο οποίος την άνοιξη του 1927 είχε φύγει λαθραία για την Αμερική για να γλιτώσει από τη φτώχεια, τα καπνοχώραφα και την ελονοσία. Από τότε κανείς δεν άκουσε ούτε έμαθε τίποτε γι’ αυτόν. Η προγιαγιά όμως, όπως και πολλοί άλλοι στο σόι, πίστευε πως ο γιος της τα είχε καταφέρει και ζούσε κάπου στην Αμερική. «Ο τρελο – Βαγγέλης δεν χάθηκε. Ήταν σκληρός και καπάτσος», έλεγαν συχνά οι παππούδες.
Κι εμένα μου άρεσε να φαντάζομαι πως έχω έναν πρόγονο που πάλεψε με θεούς και δαίμονες, άνοιξε εστιατόριο κάπου στο Όρεγκον ή στο Κεντάκι, έπιασε την καλή, παντρεύτηκε μια χοντροκώλα μεξικάνα και γέρασε αραδιάζοντας κουτσούβελα, πίνοντας μπέρμπον, ακούγοντας κλαρίνα και μπλουζ, χωρίς να σκέφτεται τη μαύρη πέτρα που έριξε πίσω του. Κάποτε μάλιστα έψαξα στο ίντερνετ για τίποτα μακρινά ξαδέρφια στις πολιτείες του αμερικάνικου νότου.