Διήγημα - Β. Νευροκοπλή
Τι κι αν λυσσομανούσε ο Βαρδάρης; Τι κι αν είχαν ξενυχτήσει στο δόσιμο; Ένας καφές, δυο τσιγάρα, τρεις κουβέντες στα πεταχτά και μετά όλες ένα χεράκι ν’ ανάψουν το μεγάλο χάλκινο καζάνι της αυλής. Να βράσει το νερό, να ρίξουν μέσα τα σεντόνια, το σαπούνι, ξύλο, ανακάτωμα, στράγγισμα, άπλωμα. Υψηλής πίεσης έλεγαν πως ήταν το καζάνι, γύρω γύρω χτισμένο πυρότουβλα, άναβε στο πι και φι, το ζήλευε όλη η γειτονιά, το ζήλευα κι εγώ. Κάθε φορά που περνούσα έλεγα μέσα μου, “αχ, και να ’χα δικό μου όλον αυτόν τον χαλκό, να τον πουλήσω στον παλιατζή, ε, ρε, φράγκα που θα ’πιανα! Η μάνα μου θα πετούσε απ’ τη χαρά της…”
