Αριστοτέλης : 384–322 π.Χ.
Τα ἔνδοξα και η διαλεκτική
§1
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα (Werke19, σ.132). Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε αρχή της γνώσης την εμπειρία (ό.π., σ. 145). Ωστόσο δεν μένει σε αυτή την εμπειρική περιοχή, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει την εμπειρικά/εξωτερικά εκτυλισσόμενη επιχειρηματολογία με μα βαθύτατα θεωρησιακή διαδικασία (ό.π.). Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής. Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι ταΤοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: ΣοφιστικοίΈλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τουςτόπους, ήτοι «τις απόψεις, με βάση τις οποίες μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα» (ό.π., σ. 235). Έτσι, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντικειμένου, κατάΛόγοσχήματα που επιτρέπουν μια σφαιρικήκάτοψητου τελευταίου και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρηματολογίας, εναρμονισμένης με τις διάφορες όψεις του αντικειμένου (ό.π., σ. 236). Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα είδοςδιαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από «εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής» (ο.π.), κάτι δηλαδή σαν την εξωτερική ανασκοπική δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[1]. Η διαλεκτική κατανοείται ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς είναι οι εξής: «α) διαφορετικότηταˑ β) ομοιότηταˑ γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση-αναλογίαˑ ε) σύγκριση» (Χέγκελ, ό.π.).