Αξιότιμι κ. Προθιπουργέ, ισθάνουμι τν ανάγκη να σι γράψω και να σι ικθέσω ούλα ούσα σιμβέν στου χουριό. Είμι η Κώτσιους απού χουριό του Όλυμπου, ξέρς ισί. Όταν ήρθις κι μίλτσις στα γραφεία τς πιριουχίς μας, ινουό τς Νιέας Διμουκρατίας, ίμαν κι ιγώ ικί. Θιμάσι τι ζηστί χιραψία πίραμι; Του έμαθαν τότι ούλι οι χουριανί κι ζήλιψαν.
Ξέρς ιδό στου χουριό έπιασι χιμόνας κι αρχίντσαμι να ανάβουμι τς σόμπες. Ιφτιχός η γναίκαμ, η Λέγκου, πρόβλιψι κι διεν πέταξι τ’ σόμπα που ίχαμι απου πουλί παλιά. Στου σπίτι, βέβια, έχουμι καλουριφέρ μι θιρμουστάτι κι λέβιτα πιτριλέου αλλά πιτρέλιου δεν έχουμι. Η Λέγκου κάθι βράδι ανάβι τ σόμπα απού λίγου, γιατί δεν έχουμι κι πουλά ξίλα.
Διεν φτάνι του κρύου που έχουμι στου σπίτι, πρόιδρε, έχου κι τ’ Λέγκου που μι γκρινιάζι. Η σύνταξι λέι διεν φτάνι για τίπουτα κι έχουμι κι του πιδί μας του Γίωρη άνιργου. Οι θκίς οι βουλιφτές, μι λέει, δεν φκιάν τίπουτα. Μόνι ιπουσχέσις ίνι. Ισί, μι λέι η Λέγκου, έτριχις μέρα νίχτα, για να τς βγάλις βουλιφτές, τώρα σι ξέχασαν κι λέν ότι θα διορίσν τουν Γιώρη άμα ξαναβγούν στς άλις στς ικλουγές. Μιγάλι ψέφτις ίνι να τς πις.