Από τον ΕΥΓΕΝΙΟ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
Η θεωρία των δύο άκρων είναι η ίδια ακραία ή, αν θέλουμε να το πούμε απερίφραστα, βλακώδης, όσο και η συμμετρική προς αυτήν θεωρία του «μεσαίου χώρου», περί του οποίου δεν μάθαμε ποτέ τίποτα εκτός του ότι, για ένα φεγγάρι, κυκλοφορούσε στη χονδρική σε συσκευασία Δ.Αβραμόπουλου.
Πράγματι, εκείνη την εποχή, καθώς τα «άκρα» (Αριστερά/Δεξιά) εμφανίζονταν ήδη υπερβολικά ντεμοντέ σε σχέση με την αθρόα ένταξη πολιτών στη λίστα αναμονής του καταναλωτικού λαϊφστάιλ που έσπαγε τα ταμεία, η ελπίδα ότι θα τα απέρριπτε κανείς ενστικτωδώς προκειμένου να ενταχτεί σ’ αυτό που ονομάστηκε «μεσαίος χώρος» και που κάλυπτε αόριστα την κοινή περιοχή των δύο στρατοπέδων του δικομματισμού, άρχισε να αναβαθμίζεται σε πρόθεση ψήφου – ευτυχώς, για λίγο.
Ο χώρος ήταν, λοιπόν, «μεσαίος» σε φαντασιακό επίπεδο, φιλοξενώντας τη συγχώνευση των δύο όρων της αντιπαλότητας: η περίφραξή του ισοδυναμούσε απλώς με μια ριζικά ουδετεροποιημένη και άρα εξίσου συναινετική στάση απέναντι στις διαφορές, επομένως και στα πολιτικά νοήματα. Αντιπροσώπευε δηλαδή την «αταξική» δήθεν συρρίκνωση των εντάσεων σε μια νέα «επικοινωνιακή πολιτική», αντιόξινη και υποαλλεργική.
Αποδείχτηκε αυθημερόν ότι η έννοια «μεσαίος» διόλου δεν δήλωνε το μέσον ενός φάσματος και δεν διχοτομούσε τίποτα. Δήλωνε μάλλον ότι ο χώρος καμπυλωνόταν και περιείχε τα πάντα υπό την προϋπόθεση ότι αυτά συνυπήρχαν ξεκομμένα απ’ τις μέχρι τότε, αυθεντικές, παραδοσιακές αναφορές τους.
Η φάρσα ξαναστήνεται τώρα αντίστροφα: δίχως να μνημονεύεται ως τέτοιος, ο «μεσαίος χώρος» σκιαγραφείται πλέον αποφατικά, σαν αγαθό επακόλουθο της κατάργησης των «άκρων». Ετσι, τα «άκρα» σύρονται και πάλι πάνω από έναν υποθετικό κοινό παρονομαστή, προστίθενται και διαιρούνται διά του δύο: είναι η ίδια ακριβώς λογική. Που θα πει ότι η βία του επιτιθέμενου και η βία του αμυνόμενου συνυπολογίζονται αθροιστικά και καυτηριάζονται ως κάτι που παραμένει ξένο προς τη θεάρεστη μεσότητα των νοικοκυραίων.
Οντως, η αμιγώς λειτουργική, οικονομίστικη, απολίτικη ιδεολογία που ευαγγελίζεται το Σύστημα ίπταται σε ίση απόσταση απ’ την κατάφαση και την άρνηση της Ιστορίας, με το ατομικό της τραπεζάκι κλειστό. Αν είσαι ο Σίμος Κεδίκογλου, Μάης του ’68 και Νύχτα των Κρυστάλλων συμπίπτουν.
Το ζήτημα, σήμερα, μας λένε διαρκώς, δεν είναι αν θα πας αριστερά ή δεξιά, αλλά επάνω ή κάτω. Επάνω, υποτίθεται ότι συναντάς το όνειρο αυτού του καινούργιου υπέροχου κόσμου της επερχόμενης ανάπτυξης με δωρεάν κουπόνια και τυφλή πίστη στις δημοσκοπήσεις· κάτω, μαίνεται τάχα η βάρβαρη βία με θετικό ή αρνητικό πρόσημο αδιακρίτως.
Πηγη:enet.gr