Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ήτο ο μπαρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν΄ ακούση το Χριστός ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κ΄ ευφρανθή η ψυχή του. Και όμως ήτο... δυτικός.
Ο μπαρμπα-Πύπης ήτο Ιταλοκερκυραίος απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α΄, “είχε μεταλάβει ρωμέικα”, όταν εκινδύνευσε ν΄ αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: “Διατί δεν βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πύπη”, η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.