Ερημοκαταλύματα. Γύρω-γύρω χαλάσματα και στην άκρη της αυλής μια κάμερα με κεραμίδια. Πιο πέρα το ίδιο σκηνικό και μετά το άπειρο γης και ο ουρανός. Στα σκορπισμένα ερείπια τριγυρνούσαν γεροντάκια και οι ανοιχτοί τοίχοι τους κρατούσαν συντροφιά. Ο παππούς, ο Γιώργης, στην αυλή, είχε την μικρούλα εγγονή δίπλα του. Μετανάστες στη Γερμανία, η κόρη και ο γαμπρός, του είχαν στείλει το παιδί από μωρό για να το φροντίζει. Τρεις κόρες στις φάμπρικες και μια στη Σαλονίκη, μα καμιά δίπλα του. Μα μήπως όλοι οι νέοι του χωριού δεν είχαν φύγει; Όλοι! Το αδιέξοδο τους είχε δείξει καταφύγιο στη φυγή. Η πενία για όλους οδηγούσε στην ερήμωση και στην λύτρωση της νέας φυγής. Κούνησε ο γέροντας το κεφάλι του και απίθωσε το ροζιασμένο χέρι στο μικρό κεφαλάκι. Μνήμες και όνειρα ψάχνουν καταφύγιο στα ερείπια του χωριού. Ο μικροκαμωμένος όγκος της γερόντισσας ξεπρόβαλε με τρείς φλιτζάνες τσάι. Ένας άρρωστος νότος έφερνε κόκκους αμμόσκονης και κραυγές από τον καιρό της λησμονιάς. Παλιές και νέες ιστορίες έμπλεκαν με τη φτώχια, τον κατατρεγμό και τη δυστυχία. Φτωχές και σκοτεινές εποχές.
-Γιωργή θυμάσαι που ήρθες σπίτι να με ζητήσεις ;
-Είχαμε κτίσει τα πρώτα σπίτια στο νέο χωριό σαν πήγα φαντάρος. Φίλεψα με τον αδερφό σου. Πρόσφυγες και οι δυο. Εγώ από την Κερασούντα κι εκείνος από το Κάρς. Σε είδα, σε μια φωτογραφία, που του έστειλες και στην πρώτη άδεια ήρθα για να σε γνωρίσω. Μεγάλη στιγμή ! Σαν τελειώσαμε τη θητεία, αναζήτησα το φως μου, κι ήρθαμε στη Λειβαδίτσα, το χωριό μου.