Μπαζωμένα ρέματα παντού στην Αττική...
Έκαψες το δάσος και έχτισες πάνω στα αποκαΐδια την παράγκα σου. Μπάζωσες το ρέμα για να του αλλάξεις την πορεία. Γέμισες φωτοβολταϊκά το χωράφι σου πληγώνοντας τη φύση. Κάρφωσες ανεμογεννήτριες στην πλαγιά για το εύκολο κέρδος. Βίασες ξανά και ξανά τον αέρα που ανέπνεες.
Και μια μέρα το πλήρωσες πανάκριβα...
Δε λογάριασες, βλέπεις, πως η φύση είναι πιο δυνατή από σένα. Υπήρχε πριν από σένα και θα υπάρχει και μετά από το σύντομο δικό σου πέρασμα. Και τόλμησες να τα βάλεις μαζί της...
Ότι όμως κι αν κάνεις, εκείνη στο τέλος πάντα θα κερδίζει. Και θα σε τιμωρεί σκληρά για το κακό που της έκανες...
Κατά βάθος όμως δεν φταις εσύ. Ίσως το μοναδικό σου φταίξιμο να είναι που επέτρεψες να σε πετάξουν στην άκρη, που τους έδωσες το κλειδί της ζωής σου. Να σου θολώσουν τη σκέψη με τα ψίχουλα που σου πετούσαν από το τραπέζι τους. Και να τους ευγνωμονείς μάλιστα και γι αυτό...
Σε χρησιμοποίησαν και σε χρησιμοποιούν ακόμα ως απλά ένα ακόμα αναλώσιμο υλικό. Τι δεν καταλαβαίνεις άραγε; Έτσι είναι ο καπιταλισμός, κακομοίρη μου, οι φτωχοί είναι ασήμαντοι και αναλώσιμοι. Το μόνο που μετράει είναι το κέρδος των λίγων.