Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

«Οι Αλεξανδρήδες, οι Τσάρτηδες και οι Τσιμτσιλήδες από την μια και οι παππούδες της Κοτύλης από την άλλη»

Το γύρο του διαδικτύου κάνει η ανάρτηση μιας γυναίκας, που μεταφέρει την εμπειρία της από τη συμβίωση ντόπιων και προσφύγων σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό στον Γράμμο. 
«Οι Αλεξανδρήδες, οι Τσάρτηδες και οι Τσιμτσιλήδες από την μια και οι παππούδες της Κοτύλης από την άλλη», όπως επισημαίνει στις αναρτήσεις της η Βασιλική Γκαρσία. 

Η ανάρτηση, η εμπειρία

«Τον περασμένο Γενάρη, σε ένα χωριό με 12 μόνιμους κατοίκους, πάνω στον Γράμμο, στα 1450μ. υψόμετρο, σε μια ξενοδοχειακή μονάδα, στεγάστηκε μια δομή προσφύγων. 29 παιδακια με τους γονείς τους. Αναγκασμένοι να συνυπάρξουν με 12 ηλικιωμένους ανθρώπους που οι περισσότεροι απο αυτούς, το πιο μεγάλο ταξίδι που έχουν κάνει είναι μέχρι την πρωτεύουσα του Νομού. Τις πρώτες μέρες, όταν ανέβηκα για πρώτη φορά, αντίκρυσα φοβισμένα παιδάκια που ζητούσαν σχολείο και βιβλία. Μεγάλη η συμβολή πολλών από εδω μέσα. Κατάφερα και μάζεψα βιβλία, σχολικά είδη παιχνίδια.

H «σοβαρή Χρυσή Αυγή» απειλεί την ΝΔ

Για κάποιους εντός ΝΔ – και εντός ελληνικού κοινοβουλίου – η διάλυση της Χρυσής Αυγής εκλαμβάνεται ως παράθυρο ευκαιρίας. Και δείχνει να λειτουργεί ως δέλεαρ για τους θιασώτες του εγχώριου σαλβινισμού, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και για την μελλοντική πολιτική τους έκφραση.
Είτε ως φυσική συνέπεια ακραίων ιδεολογικών καταβολών, είτε ως μέρος προσωπικής τυχοδιωκτικής ατζέντας, το προσφυγικό ανοίγει πεδίο δόξης λαμπρό για το εν λόγω πολιτικό και κυβερνητικό προσωπικό. Τους δίνει την δυνατότητα να απευθυνθούν ευθέως στο «ορφανό» εκλογικό ακροατήριο του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη, να ανταγωνιστούν στα ίσα την ακροδεξιά ρητορική του Βελόπουλου, και ταυτόχρονα να δώσουν το πρώτο, συντεταγμένο παρών εντός της Νέας Δημοκρατίας. Είτε ως εθνικιστική, υπερσυντηρητική συνιστώσα του κυβερνώντος κόμματος, είτε ακόμη και ως πολιτική απειλή.

Ο Θάνος Πλεύρης, ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης και ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δίνουν πολιτικά, κοινοβουλευτικά και διαδικτυακά ρέστα ως εμπροσθοφυλακή αυτής της τάσης, εν είδει υπερπατριωτών σταυροφόρων προερχόμενων από την νεότερη γενιά των βουλευτών. Είναι οι ίδιοι που, προεκλογικά, πλειοδοτούσαν υπέρ του ανένδοτου των μακεδονομάχων και, μετεκλογικά, έφτασαν να αναδεικνύουν τον Κατσίφα περίπου ως εθνικό ήρωα.

Η καθόλου αθώα παράλειψη της λέξης «πρόσφυγες» Η σταδιακή μετάβαση από το «πρόσφυγες» στο «μετανάστες» δεν είναι τυχαία.


Oι λέξεις είναι πολύ δυνατές. Στα νομικά κείμενα (κείμενα που, ας θυμηθούμε, τα γράφει η Βουλή) συνεπάγονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Το ίδιο και σε μια συζήτηση για το τι είναι ηθικό. Το πώς θα χαρακτηριστεί κάποιος ή κάτι μεταβάλλει τις υποχρεώσεις μας απέναντί του. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τοποθετούνται θεσμικοί παράγοντες. Είναι άνθρωποι που ασκούν εξουσία. Η επιλογή μιας λέξης και η απόρριψη μιας άλλης είναι κρίσιμη. Αν, για παράδειγμα, πεις, από μια θέση εξουσίας, ότι οι πρόσφυγες είναι απειλή για τη χώρα μας, έχεις και την αντίστοιχη ευθύνη μιας δήλωσης με άμεσο συναισθηματικό αντίκτυπο σε πολλούς, με πιθανά πολλαπλά και αστάθμητα αποτελέσματα. Ενδεχομένως πολλοί άνθρωποι να ένιωθαν και από μόνοι τους έτσι. Οι ξένοι είναι κακοί εισβολείς. Στο κάτω κάτω, γιατί να βλέπω προσφυγόπουλα στους δρόμους; Η εκφορά όμως του απορριπτικού προς τους πρόσφυγες λόγου από θεσμικά χείλη λειτουργεί νομιμοποιητικά για την ανήθικη στάση αρκετών συμπολιτών μας απέναντι στους πρόσφυγες. Όταν άνθρωποι με εξουσία λένε αυτό που λέμε κι εμείς, κάπως νιώθουμε δικαίωση. Αντί να αναζητούμε αν αυτά που λέμε έχουν βάση, αν στηρίζονται σε αξίες που μπορούμε να υποστηρίξουμε, νιώθουμε δικαιωμένοι επειδή το είπε και ο τάδε, που είναι κάτι, ή η τηλεόραση ή τα σάιτ. Ίσως αισθανόμαστε ακόμα και νομιμοποίηση να υπερθεματίσουμε, να πούμε κι άλλα, να ψήσουμε και κανένα σουβλάκι πλάι στους πεινασμένους, να πιούμε και καμιά μπιρίτσα πλάι στον κατατρεγμένο, να κάνουμε ένα ασπρουλιάρικο post «με καλή παρέα», όπου η αυτάρεσκη φάτσα μας είναι γεμάτη κέφι. Θέλω να πω, δεν είναι αθώο όταν κάποιος με εξουσία επιλέγει πώς θα χαρακτηρίσει τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα μας. Δεν είναι αθώο να μη λες τη λέξη «πρόσφυγες». Ούτε είναι αθώο όταν παριστάνει κανείς πως το θέμα μας δεν είναι αυτό, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, αλλά κάτι άλλο, δήθεν κάπως πιο νομικό, ένα ζήτημα άσκησης και περιορισμού δικαιωμάτων, οριακά ακαδημαϊκό, το θέμα του εάν ο νόμος μπορεί να σου επιβάλει να μην είσαι κακός. Δεν μπορεί.