Oι λέξεις είναι πολύ δυνατές. Στα νομικά κείμενα (κείμενα που, ας θυμηθούμε, τα γράφει η Βουλή) συνεπάγονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Το ίδιο και σε μια συζήτηση για το τι είναι ηθικό. Το πώς θα χαρακτηριστεί κάποιος ή κάτι μεταβάλλει τις υποχρεώσεις μας απέναντί του. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τοποθετούνται θεσμικοί παράγοντες. Είναι άνθρωποι που ασκούν εξουσία. Η επιλογή μιας λέξης και η απόρριψη μιας άλλης είναι κρίσιμη. Αν, για παράδειγμα, πεις, από μια θέση εξουσίας, ότι οι πρόσφυγες είναι απειλή για τη χώρα μας, έχεις και την αντίστοιχη ευθύνη μιας δήλωσης με άμεσο συναισθηματικό αντίκτυπο σε πολλούς, με πιθανά πολλαπλά και αστάθμητα αποτελέσματα. Ενδεχομένως πολλοί άνθρωποι να ένιωθαν και από μόνοι τους έτσι. Οι ξένοι είναι κακοί εισβολείς. Στο κάτω κάτω, γιατί να βλέπω προσφυγόπουλα στους δρόμους; Η εκφορά όμως του απορριπτικού προς τους πρόσφυγες λόγου από θεσμικά χείλη λειτουργεί νομιμοποιητικά για την ανήθικη στάση αρκετών συμπολιτών μας απέναντι στους πρόσφυγες. Όταν άνθρωποι με εξουσία λένε αυτό που λέμε κι εμείς, κάπως νιώθουμε δικαίωση. Αντί να αναζητούμε αν αυτά που λέμε έχουν βάση, αν στηρίζονται σε αξίες που μπορούμε να υποστηρίξουμε, νιώθουμε δικαιωμένοι επειδή το είπε και ο τάδε, που είναι κάτι, ή η τηλεόραση ή τα σάιτ. Ίσως αισθανόμαστε ακόμα και νομιμοποίηση να υπερθεματίσουμε, να πούμε κι άλλα, να ψήσουμε και κανένα σουβλάκι πλάι στους πεινασμένους, να πιούμε και καμιά μπιρίτσα πλάι στον κατατρεγμένο, να κάνουμε ένα ασπρουλιάρικο post «με καλή παρέα», όπου η αυτάρεσκη φάτσα μας είναι γεμάτη κέφι. Θέλω να πω, δεν είναι αθώο όταν κάποιος με εξουσία επιλέγει πώς θα χαρακτηρίσει τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα μας. Δεν είναι αθώο να μη λες τη λέξη «πρόσφυγες». Ούτε είναι αθώο όταν παριστάνει κανείς πως το θέμα μας δεν είναι αυτό, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, αλλά κάτι άλλο, δήθεν κάπως πιο νομικό, ένα ζήτημα άσκησης και περιορισμού δικαιωμάτων, οριακά ακαδημαϊκό, το θέμα του εάν ο νόμος μπορεί να σου επιβάλει να μην είσαι κακός. Δεν μπορεί.