Οταν ο Βαυαρός μπούλης, Οθωνας, στέφθηκε βασιλιάς μιας χώρας που αγνοούσε κι οι αγωνιστές της, όσοι είχαν επιζήσει, ζητιάνευαν ή φυλακίζονταν, μάστορες και καλφάδες ήρθαν απ’ τις Κυκλάδες και την Ηπειρο, για να του χτίσουν το παλάτι.
Πολλοί εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή, που καθώς ήταν… μακριά απ’ τα σκαριά των ανακτόρων, ονομάστηκε Προάστιον.
Μαζεύτηκαν εκεί και αγγειοπλάστες αφού το νταμάρι στον κοντινό λόφο (Στρέφη) έδινε και κοκκινόχωμα που στροβιλιζόταν στον τροχό κι έβγαζε πιθάρια.
Η περιοχή βαφτίστηκε απ' τον εργατόκοσμο Πιθαράδικα. Όταν οι καλφάδες έχτισαν το Πανεπιστήμιο, τα Πιθαράδικα γέμισαν σπουδαστές, καθηγητές, ποιητές, συγγραφείς, τυπογράφους και κάθε λογής διανοούμενους.
Τα αγγειοπλαστεία συνυπήρχαν πια με βιβλιοπωλεία, παντοπωλεία, μανάβικα και υφασματεμπορικά. Ηταν η εποχή που οι νέοι κυκλοφορούσαν με εισαγόμενα λευκά κύπελλα. Οι φοιτητές της εποχής βίωναν τη βαυαρική καταπίεση και θέλησαν να εκφράσουν την αντίθεση τους στην εισαγωγή «ξενόφερτων» καπέλων και στη στυλιζαρισμένη εμφάνιση. Αντικατέστησαν λοιπόν τα λευκά καπέλα με ψαθάκια από τη Σίφνο, που ήταν απλά, φτηνά, ντόπιας παραγωγής και παρέπεμπαν στα καπέλα που φορούσαν στην Ιταλία οι εξεγερμένοι του Γαριβάλδη. Ετσι, οι φοιτητές με τα ψαθάκια, που σιχάθηκαν τη βαυαρική αποικιοκρατία, ονομάστηκαν Γαριβαλδινοί και οι συντηρητικοί παλατιανοί των άσπρων καπέλων, Αυστριακοί.