Τον ήξερα σα νέο πού είχε χαθεί στο μονοπάτι της ζωής, που τον κέντριζαν οι άγριες παρορμήσεις του και που ακολουθούσε το θάνατο κυνηγώντας τις επιθυμίες του. Τον ήξερα σαν ένα τρυφερό λουλούδι που οι άνεμοι της απερισκεψίας το είχαν παρασύρει στη θάλασσα της άσεμνης ηδονής.
Τον ήξερα από κείνο το χωριό, σαν ένα κακότροπο αγόρι πού κατέστρεφε με τα σκληρά του χέρια τις φωλιές των πουλιών και σκότωνε τα μικρά πουλιά στις φωλιές τους και ποδοπατούσε τα όμορφα άνθη των ευωδιαστών λουλουδιών.
Τον ήξερα στο σχολείο σαν έναν έφηβο που αποστρεφόταν τη μάθηση, αλαζονικό, κι εχθρό της ειρήνης και της φιλίας.
Τον ήξερα στην πόλη σαν ένα νέο που εμπορευόταν την τιμή του πατέρα του σ’ άτιμες αγορές, και ξόδευε τα χρήματα του πατέρα του σε κακόφημα σπίτια και παράδινε το νου του στο χυμό του σταφυλιού.
Ωστόσο, τον αγαπούσα. Κι η αγάπη μου γι’ αυτόν ήταν ένα μείγμα λύπης και συμπάθειας. Τον αγαπούσα γιατί οι αμαρτίες του δεν είχαν γεννηθεί από κάποιο μικρό μυαλό, αλλά ήταν πιο πολύ καμώματα μιας ψυχής χαμένης και απελπισμένης.
Το πνεύμα, αγαπητοί μου, ξεστρατίζει από το μονοπάτι της σοφίας απρόθυμα, αλλά ξαναγυρίζει σ’ αυτό πρόθυμα’ όταν οι ανεμοστρόβιλοι της νιότης σηκώνουν χώμα και άμμο, τα μάτια τυφλώνονται για κάμποσο καιρό.