Ογδόντα πέντε χρόνια πριν, στις 12 Φεβρουαρίου του 1934, οι Αυστριακοί εργάτες πήραν τα όπλα για να αποκρούσουν την άνοδο του φασισμού. Άντεξαν μόλις τέσσερις ημέρες, καθώς είχαν ελάχιστα μέσα στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν τον πάνοπλο εθνικό στρατό, την αστυνομία και τις παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις. Το μήνυμα αντίστασης, όμως, έφτασε παντού. Ήταν η πρώτη προσπάθεια της εργατικής τάξης στην Ευρώπη να κοιτάξει το τέρας στα μάτια. Να αντιμετωπίσει τον φασισμό με τα όπλα στο χέρι.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα
Από τη μία ήταν οι σοσιαλδημοκράτες, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές. Από την άλλη ήταν ο καγκελάριος Έγκελμπερτ Ντόλφους και το βαθιά συντηρητικό και αυταρχικό Χριστιανικό Κοινωνικό Κόμμα (CSP, σήμερα Λαϊκό Κόμμα, OeVP) που είχε την εξουσία. Από τη μία ήταν οι εργάτες, οι συνδικαλιστές και οι φοιτητές. Από την άλλη το παραστρατιωτικό κίνημα Πατριωτικής Φρουράς (Heimwehr – Bewegung).
Φασισμός από τα «πάνω»
Στο 2ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ (έντυπο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ) για τον Μάρτιο – Απρίλιο, σε ειδικότερη αναφορά του για την Πατριωτική Φρουρά, στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος, αναφέρεται ότι οι δυνάμεις της προέρχονταν από τις ομάδες Λευκής Φρουράς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Θεωρούνταν το πραγματικό φασιστικό κίνημα στην Αυστρία, αλλά ήταν πολύ στενά συνδεδεμένο με το CSP. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή ο αυστριακός φασισμός δεν ήρθε στην εξουσία, όπως συνέβη στην περίπτωση της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας, από τα «κάτω» ή από τα «έξω», αλλά από τη θέση της κυβέρνησης». Το 1933 η κυβέρνηση του CSP κατόρθωσε να να διαλύσει το Κοινοβούλιο και το συνταγματικό δικαστήριο και να κυβερνήσει μέσω έκτακτων διαταγμάτων. «Αυτό ήταν ήδη μια συνταγματική παραβίαση και το τέλος της Αυστρίας ως δημοκρατικού κράτους».