Πάνε χρόνια τώρα. Σε ταξί. Από το ραδιόφωνο, ανάμεσα στις υπόλοιπες ειδήσεις, ακούγεται κάτι για την Αραβική Ανοιξη. «Μόνο εμείς δεν κάνουμε τίποτα», ακούω τον ταξιτζή, μεσογειακή θωριά, μάλλον να μονολογεί παρά μου απευθύνεται. Τα ελληνικά του, χωρίς τίποτε το ξενικό στην προφορά τους, υπαγόρευσαν το ερώτημά μου: «Εμείς; Εδώ; Στην Ελλάδα;». «Οχι. Εμείς εκεί. Στη Συρία. Στην πατρίδα μου», απαντά, δίνοντας με λίγες λέξεις τη γεωγραφία της πίκρας του. Προσπάθησα να τον πείσω, ξένος εγώ και μακρινός, πως η Ιστορία δεν έχει αφήσει απέξω τη Συρία και πως η τυραννία του Ασαντ θα βρει τους τιμωρούς της. Επέμενε. «Οχι. Δεν ξέρεις. Οι μισοί είμαστε φοβισμένοι κι οι άλλοι μισοί βολεμένοι. Και πολλοί φεύγουν. Οπως εγώ». Δεν είχα πολλά να προσθέσω.
Μπορεί να γύρισε στην πατρίδα του ο Σύρος ταξιτζής, για να πολεμήσει για την ελευθερία της, όταν ξέσπασε ένας εμφύλιος που ακόμα κρατάει, φονικότατος, και τόσο πλουτοφόρος για τις χώρες που εμπορεύονται («νομίμως» και εκνόμως) όπλα. Και να μπλέχτηκε έπειτα στον εμφύλιο μες στον εμφύλιο, με αντικαθεστωτικούς εναντίον αντικαθεστωτικών, τη μια φυλή ή φατρία κατά της άλλης, και με το αίμα να προκαλεί μια μέθη πολύ βαρύτερη από τη μέθη οποιασδήποτε ουσίας. Κι ίσως να ξαναπήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, με την απελπισία μοναδικό εφόδιό του πια, όταν η βαρβαρότητα του Χαλιφάτου απέδειξε καλοκάγαθα τα λεγόμενα θηρία. Κι όταν η εδώ βασιλεύουσα μικρόνοια κήρυσσε από τηλεοράσεως πως η έξοδος των μυρίων έγινε επειδή οι άνθρωποι αυτοί, πένητες «ιδιοκτήτες» μιας γυμνής, γυμνότατης ζωής, πήραν το ρίσκο της προσφυγιάς δελεασμένοι τάχα από τα προσκλητήρια του ΣΥΡΙΖΑ· και όχι επειδή τους καταδίωκαν οβίδες, χημικά και μαζικές εκτελέσεις μπροστά στην κάμερα, σκηνοθετημένες από τη φασιστική μανία του «Ισλαμικού Κράτους».