Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Θε μου η Γυάρος...


Είχε κουραστεί ν' ακούει για το συλλαλητήριο κι όλοι να την ρωτούν αν θα πάει κι εκείνη να πρέπει να εξηγεί και να εξηγεί και να ξαναεξηγεί γιατί δεν θέλει να σταθεί εκεί μαζί μ' εκείνους που αίμα και τιμή φωνάζουν κι ολοκαυτώματα και χούντες ονειρεύονται κι άρχισε να τακτοποιεί κάτι παλιά χαρτιά που βρήκε και κάτι σημειώσεις που σε κίτρινα φύλλα ήταν γραμμένα τα γράμματα του πατέρα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά στον εαυτό της γιατί είχε κουραστεί να εξηγεί και να εξηγεί γιατί εκεί δεν ήθελε να βρεθεί μ' εκείνους δίπλα να βρεθεί. Ίσως από περιέργεια και μόνο, να ΄θελες να μάθεις πως βρέθηκα στη Γυάρο, το ξερονήσι. Τόπος εξορίας των Ρωμαίων, κρανίου τόπος, ένα νησί θανάτου στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Ήταν 20 Απριλίου 1967. Ώρα 11 το βράδυ, βρισκόμουνα στα γραφεία της εφημερίδας. Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν από την Αθήνα, την "Αυγή". Αύριο η εφημερίδα θα είχε βαρυσήμαντη ύλη για τις ερχόμενες εκλογές και να φροντίσω την σωστή διανομή της, ελέγχοντας το Πρακτορείο Τύπου. Εντάξει; Εντάξει. Σε λίγη ώρα τα τανκς του Πατακού έφευγαν από τη Ν. Φιλαδέλφεια για να θρονιαστούν στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια. Για να μασήσουν οι ερπύστριες τους τη δημοκρατία. Με κάποια καθυστέρηση, ειδοποίησαν από τα γραφεία της ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκη. Τα τηλέφωνα λειτουργούσαν ακόμη. Θα λειτουργούσαν για πολλές ώρες. Όσα στελέχη της ΕΔΑ δεν είχαν συλληφθεί- κι είχαν συλληφθεί τα περισσότερα- κρύφτηκαν. Εγώ, που να πάω δεν είχα. Άγνωστος στη Θεσσαλονίκη. Όσους γνώριζα, θα τους συναντούσα σε λίγο στην Ασφάλεια, στου Βαρδάρη. Επικοινωνούσα με τις εφημερίδες "Μακεδονία" και "Θεσσαλονίκη" που είχα συναδέλφους, αλλάζαμε νέα, τους έδινα ονόματα συλληφθέντων που μάθαινα από την ΕΔΑ κι οι ώρες περνούσαν.