Περίχωρα Κανταχάρ, Βορειοδυτικό Αφγανιστάν, Δεκέμβριος 1985
Ο ήλιος άρχιζε να ξεπροβάλλει πίσω από τα θεόρατα βουνά και έδινε ένα χρυσαφί χρώμα στην πόλη. Μέσα στην αεροπορική βάση και ενώ δεν είχε καλά - καλά ξημερώσει, επικρατούσε οργασμός. Φαντάροι μετέφεραν κιβώτια, μηχανικοί ελέγχανε τα ελικόπτερα, υπαξιωματικοί γέμιζαν καύσιμα και φόρτωναν με ρουκέτες και σφαίρες τα πολυβόλα και τα ρουκετοβόλα των θεόρατων, ταχύτατων και ευέλικτων σοβιετικών ελικοπτέρων Mil Mi 24.
«Λοιπόν, σύντροφοι, θέλω να έχετε το μυαλό σας στην αποστολή μας. Δεν φύγαμε ακόμη με μετάθεση. Μία και σήμερα. Αύριο γυρνάμε στην πατρίδα, το ξαναλέω, όχι σήμερα. Σας θέλω συγκεντρωμένους. Θα προστατεύσουμε ένα κομβόι φορτηγών με τρόφιμα και πυρομαχικά για Καμπούλ. Θα πετάμε χαμηλά από την κοιλάδα Σαλάγκ. Στη γνωστή σε όλους “λεωφόρο του θανάτου”. Μόλις περάσει και το τελευταίο φορτηγό, φύγαμε. Αναλαμβάνουν άλλοι. Προσοχή, δεν θέλω εξυπνάδες. Οι μουτζαχεντίν έχουν εφοδιαστεί με Stinger από τους Αμερικάνους. Δεν παίζουμε με αυτά. Ό,τι κρίνουμε ύποπτο, ακόμη και ένα κοπάδι πρόβατα, το ισοπεδώνουμε».
Ο κυβερνήτης του ελικοπτέρου Mil Mi 24 Λεονίντ Ιβάνοβιτς Κρίστιτς, που μαζί με άλλα πέντε ελικόπτερα θα περιφρουρούσαν από αέρος τα φορτηγά, μίλησε στους συναδέλφους του. Πετούσαν μαζί περισσότερους από 17 μήνες και είχαν επιβιώσει σε άπειρες αποστολές. Είχαν δεθεί όλοι μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο, με δεσμούς ισχυρότερους και από συγγενικούς.