Με τις συλλογικές συμβάσεις «παρελθόν», 600.000 απλήρωτους και το δουλεμπόριο να ξαναζεί στις Μανωλάδες της υπαίθρου και της πόλης, η Πρωτομαγιά δεν είναι ημέρα γιορτής αλλά διεκδίκησης
«Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ελεύθερος χρόνος». 127 χρόνια μετά την εξέγερση των εργατών του Σικάγου, η φετινή Εργατική Πρωτομαγιά θα βρει τα μαγαζιά της πόλης ανοιχτά, αλλά τις τσέπες των πιθανών αγοραστών άδειες. Θα βρει έννοιες όπως το οχτάωρο, το πενθήμερο, την κοινωνική ασφάλιση, τη σταθερή δουλειά, τον αξιοπρεπή μισθό, το δικαίωμα στην απεργία, να μοιάζουν με αντικατοπτρισμούς σε μια εργασιακή έρημο, με εργαζομένους χωρίς δικαιώματα και εργοδότες χωρίς υποχρεώσεις. Θα βρει την έννοια του εργαζόμενου να παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στον «απασχολήσιμο» και πλέον στον «ωφελούμενο» – ένα περίεργο ον που δεν είναι εργαζόμενος ούτε άνεργος, αλλά κάτι ενδιάμεσο.
Η Εργατική Πρωτομαγιά του 2013 θα βρει την Ελλάδα με περισσότερους ανέργους απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’60 και τη μετανάστευση -των νέων πτυχιούχων αυτή τη φορά- να αποτελεί ξανά τη μόνη εναλλακτική στην ανεργία. Θα βρει το δικαίωμα στην εργασία να έχει αντικατασταθεί από μικρά διαλείμματα προσωρινής απασχόλησης και μεγάλα διαστήματα εργασιακής περιπλάνησης. Θα βρει τον κατώτερο μισθό να έχει κατρακυλήσει στα 490 και 427 ευρώ, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας, και το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων να αντιμετωπίζονται ως άτομα χρήζοντα ωφέλειας – κάτι μεταξύ ελεημοσύνης και μαθητείας.
Με τις συλλογικές συμβάσεις να αποτελούν παρελθόν, τους απλήρωτους του ιδιωτικού τομέα να αγγίζουν τους 600.000 και το δουλεμπόριο να ξαναζεί στις Μανωλάδες της υπαίθρου και της πόλης, η Πρωτομαγιά του 2013 δεν είναι ημέρα γιορτής αλλά διεκδίκησης εργασιακών δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με αίμα σε περισσότερο από έναν αιώνα και παίρνονται πίσω με μεταμεσονύκτιες τροπολογίες και πολυνομοσχέδια-εξπρές με τη μορφή του κατεπείγοντος.
Του Τάσου Κωστόπουλου
«Πολλοί εκ των κατωτέρων της κοινωνίας τάξεων, αναγνώσαντες τας τοιχοκολληθείσας ειδοποιήσεις του Συλλόγου των Σοσιαλιστών, έσπευσαν χθες εις το Στάδιον διά να δουν τι είδους άνθρωποι είνε τέλος πάντων αυτοί οι σοσιαλισταί», διαβάζουμε σ’ ένα τυπικό ρεπορτάζ της εποχής
Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε πριν από 120 ακριβώς χρόνια, την 1η Μαΐου 1893. Ξεφυλλίζοντας τα ρεπορτάζ της εποχής, μοιραία εντυπωσιάζεται κανείς από την επικαιρότητα των τότε αιτημάτων: οκτάωρο, κυριακάτικη αργία, συντάξεις στα θύματα εργατικών ατυχημάτων και τις οικογένειές τους – πράγματα στοιχειώδη δηλαδή, κατακτημένα από καιρό, που η αντεργατική λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων καιρών μας μετατρέπει ξανά σε ζητούμενα. Οπως ζητούμενα κινδυνεύουν να ξαναγίνουν, με τη συνολικότερη μετατόπιση της εγχώριας και πανευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής προς τα ακροδεξιά, τα αιτήματα που προστέθηκαν κατά τον δεύτερο ετήσιο εορτασμό της «Διεθνούς Ημέρας των Εργατών», στις 2 Μαΐου 1894: κατάργηση της θανατικής ποινής και της προσωποκράτησης για χρέη.
Η αίσθηση της επικαιρότητας που αποπνέουν τα κείμενα της μακρινής εκείνης εποχής δεν σταματά, όμως, εδώ. Εξίσου οικεία είναι τα επιχειρήματα και (πολύ περισσότερο) οι κραυγές των τρομολάγνων προασπιστών της κυρίαρχης τάξης, που διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τη διεθνή σοσιαλιστική συνωμοσία -ή «επιδημία»- που απειλούσε να πνίξει το μικρό πλην τίμιο Βασίλειον της Ελλάδος.
Οι σοσιαλιστές του Καλλέργη
Οταν το 1893 ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη οργάνωσε στον χώρο του αρχαίου Σταδίου την πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες θ’ αντιμετωπίσουν το γεγονός με σκωπτική διάθεση, σαν ένα εξωτικό φρούτο που μεταφυτεύθηκε μεν από τη Δύση, αλλά μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στο ελληνικό κλίμα. «Πολλοί εκ των κατωτέρων της κοινωνίας τάξεως, αναγνώσαντες τας τοιχοκολληθείσας ειδοποιήσεις του Συλλόγου των Σοσιαλιστών, έσπευσαν χθες εις το Στάδιον διά να ίδουν τι είδους άνθρωποι είνε τέλος πάντων αυτοί οι σοσιαλισταί», διαβάζουμε σ’ ένα τυπικό ρεπορτάζ της επομένης. «Και τους είδον χθες και επείσθησαν ότι δεν είνε τόσον κακοί άνθρωποι, όσον τουλάχιστον τους φαντάζονται, αναγιγνώσκοντες εις τας εφημερίδας τας ταραχάς ας προκαλούσιν εν ταις ευρωπαϊκαίς μεγαλοπόλεσι κατά πάσαν 1ην Μαΐου» («Εφημερίς», 3.5.1893, σ.2).
Ακόμη και στην Εσπερία, η εργατική πρωτομαγιά ως παγκόσμια μέρα απεργίας και διαδηλώσεων αποτελούσε άλλωστε πρόσφατο φαινόμενο: η σχετική απόφαση της Β΄ Διεθνούς ελήφθη το 1889 προς τιμήν των τεσσάρων αναρχοσυνδικαλιστών του Σικάγου που είχαν απαγχονιστεί τον Νοέμβριο του 1887 – τρεις από τους οποίους, ας το θυμίσουμε, ήταν μετανάστες πρώτης γενιάς.
Εντελώς διαφορετικά θα εξελιχθούν τα πράγματα με τον δεύτερο εορτασμό του 1894, καθώς στο μεσοδιάστημα η στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου (10.12.1893) είχε καταδείξει τα όρια του εγχώριου καπιταλισμού. Το εργατικό κίνημα και ο σοσιαλισμός δεν αποτελούν πλέον δείγμα εξωτισμού αλλά απειλή για τις δυνατότητες των αστών να βγουν από την κρίση, μετακυλίοντας το βάρος στα ασθενέστερα στρώματα. Το ίδιο έντυπο που την προηγούμενη χρονιά έβρισκε τους σοσιαλιστές όχι και τόσο κακούς, αναρωτιέται τώρα αν «τα κρούσματα του σοσιαλισμού επροχώρησαν μέχρι βαθμού τοιούτου, ώστε να καθίσταται ανάγκη να λάβωμεν τα μέτρα μας, να εμβολιασθώμεν, διά να αποφύγωμεν τον κίνδυνον», ανησυχεί για το ότι στην Πάτρα «εκήρυξαν απεργίαν οι σταφιδοεργάται, απαιτούντες αύξησιν ημερομισθίου και αύξησιν ωρών αναπαύσεως» και, ακόμη περισσότερο, για «τα προ τινος τοιχοκολληθέντα εν Αθήναις ερυθρά προγράμματα τα καταγιγνώσκοντα θάνατον των πλουσίων, καθώς και την εν Μήλω απόπειραν διά δυναμίτιδος, ήτις εξερράγη κάτωθεν του παραθύρου του αυτόθι οικονομικού εφόρου» («Εφημερίς», 21.5.1894, σ. 1).
“Ανεκτικότητα”
Το χαρακτηριστικότερο δείγμα των νέων καιρών το δίνει ωστόσο η «Εστία» της 27ης Μαΐου, καταγγέλλοντας πρωτοσέλιδα την ανεκτικότητα της πολιτείας απέναντι στον εσωτερικό εχθρό που φυτεύει «το σπέρμα του ευαγγελίου του σοσιαλισμού, της αρπαγής και της αναρχίας»: «Ουδαμού αι κυβερνήσεις του κοινωνικού καθεστώτος, το οποίον δεν περιήλθεν ακόμη εις τας χείρας της αναρχίας και της δυναμίτιδος, επιτρέπουν εν υπαίθρω τας υπό το πρόσχημα εορτών συναθροίσεις ταύτας, καθ’ άς διδάσκεται η απάρνησις της πατρίδος, το μίσος το άγριον μεταξύ αδελφών, και καθ’ άς το έγκλημα διακηρύσσεται ως δικαίωμα αμύνης κατά των δήθεν εκμεταλλευτών του εργάτου, υπό των αληθών αυτού εκμεταλλευτών».
Αν αντικαθιστούσαμε την καθαρεύουσα του άρθρου με τη μαγκιόρα καθομιλουμένη ενός Φαήλου Κρανιδιώτη, η περιγραφή της Πρωτομαγιάς του 1894 θα μπορούσε άνετα να είχε αναρτηθεί σε κάποιον φιλοκυβερνητικό ιστοχώρο των ημερών μας: «Ανέβησαν οι ρήτορες της αναρχίας επί των μαρμάρων των ασπίλων, από των οποίων οι πρόγονοί των εθεώντο τους αγώνας, και όλος ο τίμιος εκείνος λαός, ο οποίος είχε διαχυθή εκεί διά να ανακουφισθή από των κόπων αληθούς, πραγματικής εργασίας, ήκουσε από του στόματος ανθρώπων οι οποίοι ουδέποτε ειργάσθησαν, ουδέν ήσκησαν επάγγελμα, ότι η λέξις πατρίς είνε χίμαιρα και βλασφημία, ότι καμμίαν δεν έχουν υποχρέωσιν προς αυτό το λεγόμενον έθνος, ότι το έθνος των είνε ο κόσμος, ότι συμπολίται των είνε οι πανταχού της γης κοινωνισταί και αναρχικοί, ότι οι εχθροί των τους οποίους οφείλουν να μισούν και να εξοντώσουν είνε οι εργοδόται των και όσοι έχουν μικρόν αποταμίευμα, ότι εκμεταλλευταί των και βδέλλαι, αι οποίαι ροφούν το αίμα των εργατών, είνε οι εργοδόται των, οι ιερείς, οι στρατιωτικοί, οι υπάλληλοι».
Περισσότερο κι από τους λόγους των ρητόρων, αυτό που προκάλεσε την αγανάκτηση της εφημερίδας ήταν ωστόσο η έμπρακτη εφαρμογή των κηρυγμάτων τους, με την υποκίνηση απεργιών στο μαλακό υπογάστριο της εθνικής οικονομίας: «Κατά χθεσινόν τηλεγράφημα εκ Πατρών, οι εργάται των σταφιδαμπέλων εκήρυξαν απεργίαν ζητούντες πεντάδραχμον ημερομίσθιον και δίωρον ανάπαυσιν, κατόπιν αγορεύσεως του επί τούτου μεταβάντος εκεί σοσιαλιστού. Εχομεν λοιπόν και τας απεργίας εν Ελλάδι και πού; Εις την σταφίδα. Ακούσατε σεις οι θέλοντες να στηρίξετε το εθνικόν προϊόν και να ανορθώσετε τα πεπτωκότα. Οι πάσχοντες, οι πεινώντες δεν είνε οι δυστυχείς κτηματίαι, αλλ’ οι αντί αδρού ημερομισθίου καλλιεργούντες τα κτήματά των εργάται».
Την αντεστραμμένη εικόνα της «εκμετάλλευσης» των εργοδοτών από τους εργάτες τους συμπληρώνει η προτροπή άμεσης καταστολής του εσωτερικού εχθρού. Υπακούοντας στο δημόσιο αυτό παράγγελμα, οι αστυνομικοί Μιλτιάδης Εβερτ (παππούς του πρώην αρχηγού της Ν.Δ.) και Παλαμάρας ανέλαβαν δράση τις επόμενες μέρες, συλλαμβάνοντας δέκα στελέχη του Σοσιαλιστικού Συλλόγου, με πρόσχημα μια ενυπόγραφη -υποτίθεται- απειλητική επιστολή ενός από τους ομιλητές της Πρωτομαγιάς προς τον μεγιστάνα κερδοσκόπο Ανδρέα Συγγρό.
Ολοι οι επιζήσαντες απαλλάχθηκαν τους επόμενους μήνες πανηγυρικά από τα δικαστήρια, εκτός από έναν: τον Διονύσιο Μάργαρη, που είχε ήδη πεθάνει στη φυλακή από τις κακουχίες. Δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα μιας μακράς πορείας διώξεων του ελληνικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος.
………………………………………………
Της Διαλεκτής Αγγελή
Με το τελευταίο πολυνομοσχέδιο, που ψηφίστηκε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της περασμένης Κυριακής, ο βασικός μισθός τείνει να διαμορφωθεί στα 490 ευρώ για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και το μεροκάματο θα φτάνει μόλις τα 19,6 ευρώ, ενώ για τους κάτω των 25 οι απολαβές δεν θα ξεπερνούν τα 427 ευρώ.
Τα νέα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε αδιέξοδο. Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων όσο πάει και επιδεινώνεται, ενώ παρατηρείται μείωση της ζήτησης και πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Τα ποσοστά ανεργίας αγγίζουν το 29,9% του πληθυσμού σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία. Μάλιστα, αν και ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων στον ΟΑΕΔ έχει αυξηθεί κατά 103.043 από τον Μάρτιο του περασμένου έτους (1.071.270, Μάρτιος 2013), ο αντίστοιχος αριθμός των επιδοτούμενων ανέργων έχει μειωθεί στις 245.174 σε σχέση με τους 302.331 που επιδοτούνταν πέρσι, με το επίδομα να φτάνει τα 356 ευρώ.
«Η αύξηση των μισθών θα έχει πολλαπλά οφέλη τόσο στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης όσο και στα δημόσια έσοδα» μας λέει ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ιωάννης Κουζής. «Η ασκούμενη πολιτική οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε κοινωνική έκρηξη» συνεχίζει σχολιάζοντας έντονα τις υπάρχουσες κυβερνητικές πρακτικές. Για το ζήτημα της μετακίνησης των δημοσίων υπαλλήλων υποστηρίζει: «Θα μετακινηθούν και θα διατηρήσουν τις αμοιβές τους; Αμφιβάλλω! Το ζητούμενο της τρόικας και της κυβέρνησης είναι να μειωθεί ο αριθμός τους, οπότε μάλλον η πλειονότητα θα οδηγηθεί στην ανεργία». Χαρακτηρίζει «συγκοινωνούντα δοχεία» την κατάσταση στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, λέγοντας: «Οταν βάλλονται τα δικαιώματα των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, τότε οι ιδιωτικοί υπάλληλοι θα πρέπει να περιμένουν μέτρα -αν όχι αντίστοιχης– πολύ μεγαλύτερης έντασης. Οι απολύσεις πλέον είναι πολύ εύκολες. Εκβιάζεις κάποιον με απόλυση και έτσι καταφέρνεις να εξασφαλίσεις χαμηλότερο μισθό. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να προσεγγίσουν τα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν καταλαβαίνω γιατί η σύγκλιση θα πρέπει να είναι απαραιτήτως προς τα κάτω».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη των συμβάσεων εργασίας κατά το έτος 2012, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΣΕΠΕ. Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μεταβάλλονται σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή ακόμη και σε εκ περιτροπής απασχόλησης. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: το έτος 2011 οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης αποτελούσαν το 59,7% του συνόλου των συμβάσεων, ενώ το 2012 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 55%, δηλαδή 84.490 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μετατράπηκαν σε άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας το περασμένο έτος. Οι συνάψεις νέων συμβάσεων οποιασδήποτε μορφής μειώθηκαν κατά 5,88% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2011.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
(Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου