Του Νίκου Μπογιόπουλου
«(…) Ξεπουλημένα γουρούνια!
Δεν ανήκουν άραγε σ’ αυτό το χοιροστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων;
Εκείνοι, οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο λαμπεροί, μετατρέπονται σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλουσίων;
Κι αυτός ο δημοσιογράφος που πουλάει την πένα του σε όποιον πληρώνει καλύτερα, αυτός ο χρονογράφος που γλείφει τις μπότες για να αφηγείται τάχα πώς τις γυαλίζουν, ο νταβατζής, ο ξερόλας γραφιάς, όλοι αυτοί οι τύποι, ξεπουλημένα γουρούνια.
Ξεπουλημένο γουρούνι
εκείνος ο γελωτοποιός που διατηρεί το κύρος του και κερδίζει το ψωμί του κάνοντας τον παλιάτσο μπροστά στο πλήθος,
ξεπουλημένο γουρούνι, εκείνος ο κλαψιάρης ποιητής που ζητιανεύει τι θα φάει - όχι τι θα πιει - στις επιτροπές και τα υπουργεία! Ξεπουλημένα γουρούνια,
όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωί, εντελώς κενοί, τελειωμένοι, έδεσαν ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, στόλισαν τη μουσούδα τους με ένα τετράγωνο σκούφο όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών και στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας προχώρησαν αυτόβουλα προς τη σκάφη της μετριότητας.
Ξεπουλημένο γουρούνι